Ἰστορία Μητροπόλεως
ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ
Τῆς ἱστορικὴς πορείας τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσάλων
Τοῦ Μακαριστοῦ Μητροπολίτου
πρ. Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσάλων κυροῦ Κυρίλλου
νῶ ἡ ἱστορία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσάλων ἀρχίζει μόλις πρὶν ἀπὸ ἐκατὸ περίπου χρόνια, ὅταν συνενώθηκαν σὲ μία διοικητικὴ ἀρχὴ οἱ ἐκκλησιαστικὲς ἐπαρχίες τοῦ Φαναρίου καὶ τῶν Φαρσάλων, καθὼς καὶ περιοχὲς τῆς Μητροπόλεως Λαρίσης καὶ τῶν Ἐπισκοπῶν Θαυμακοῦ καὶ Γαρδικίου, στὴν πραγματικότητα οἱ ρίζες τῆς μητροπόλεως βρίσκονται στὰ βυζαντινὰ χρόνια, ἀφοῦ κάποιες ἀπὸ τὶς προαναφερθείσες ἐπισκοπὲς καὶ μητροπόλεις ἱδρύθηκαν μεσοῦντος τοῦ 4ου ἤ στὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰώνος.
Ἡ ἀρχαιότερη ἐκκλησιαστικὴ ἐπαρχία τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσάλων φαίνεται νὰ εἶναι τὰ Φάρσαλα, ἀφοῦ μαρτυρεῖται ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 4ου ἤ τὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰῶνος ἐπισκοπὴ Φαρσάλων ποὺ ὑπαγόταν στὴ Μητρόπολη Λαρίσης μὲ ἐπίσκοπο τὸν Περρέβιο, ὁ ὁποῖος συμμετεῖχε στὴν ἐν Ἐφέσω Σύνοδο τοῦ 431μ.Χ. Ἀρκετὰ ἀργότερα συναντοῦμε ἔναν ἄλλο γνωστὸ ἐπίσκοπο Φαρσάλων, τὸν Στέφανο, ὁ ὁποῖος μετέχει στὴ Σύνοδο ποὺ συγκαλεῖ ὁ Μέγας Φώτιος κατὰ τὸ 879. Στὴν πορεία τῶν αἰώνων ἡ Ἐπισκοπὴ περνὰ ἀρκετὲς φάσεις καὶ τὴ βρίσκουμε ἄλλοτε νὰ κατέχει τὸν τίτλο τῆς Ἐπισκοπῆς καὶ νὰ ἀνήκει στὴ Μητρόπολη Λαρίσης, ἄλλοτε νὰ μετονομάζεται σὲ Ἀρχιεπισκοπὴ Φαρσάλων καὶ νὰ βρίσκεται ὑποκείμενη ὡς αὐτοκέφαλη στὸν Οἰκουμενικὸ Θρόνο καὶ ἄλλοτε νὰ προάγεται σὲ Μητρόπολη τοῦ Οικουμενικοῦ Πατριαρχείου [1].
Ὁ πλήρης κατάλογος τῶν ἀρχιερέων ποὺ διακόνησαν κατὰ καιροὺς στὴν ἐπαρχία Φαρσάλων εἶναι ἀρκετὰ δύσκολο νὰ συμπληρωθεῖ. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς Περρέβιο καὶ Στέφανο ποὺ προαναφέρθηκαν ὄτι ἔλαβαν μέρος στὶς Συνόδους τοῦ 431 καὶ 879 ἀντίστοιχα, ἄλλος γνωστὸς ἀρχιερέας εἶναι ὁ Πέτρος ποὺ ἀρχιεράτευσε κατὰ τὰ ἔτη 1192-1199. Δύο ἄλλοι ἀρχιερεῖς τῶν Φαρσάλων ἀναφέρονται χωρὶς νὰ γίνει μνεῖα τοῦ ὀνόματός τους. Ὁ ἔνας ἐπὶ πατριάρχου Νικολάου τοῦ Μυστικοῦ καὶ ὁ ἄλλος τὸ 1222 ἤ 1223. Ἀρκετὰ ἀργότερα, τὸ 1702, ἔνας πρώην ἀρχιερεύς τῶν Φαρσάλων, ὁ Φιλόθεος φέρεται ὡς ὑποψήφιος γιὰ τὴν Μητρόπολη Οὐγγρο-Βλαχίας. Τὸ 1707 ἀναφέρεται ἀρχιεπίσκοπος Φαρσάλων ὁ Δωρόθεος καὶ τὸ 1721 ὁ Μιχαήλ. Τὰ ἑπόμενα χρόνια τὴν ἀρχιεπισκοπὴ Φαρσάλων ἐποίμαναν οἱ ἀρχιεπίσκοποι Ἰάκωβος (1736-1739) καὶ ὁ Νεκτάριος (1753-1785). Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Νεκταρίου ἐξελέγη ὁ Δωρόθεος, ὁ ὁποίος ὄμως τὸ 1763 ἐγκατέλειψε τὰ Φάρσαλα καθὼς ἐξελέγη Μητροπολίτης Βέροιας. Τότε στὰ Φάρσαλα ἤρθε ὁ Νικόδημος. Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Νικόδημου τὸ 1785 χειροτονήθηκε ὁ Νεόφυτος, ὁ ὁποίος ὄμως τὸ 1797 ἐγκατέλειψε τὰ Φάρσαλα καὶ πήγε στὴν Τήνο γιὰ νὰ ποιμάνει τοὺς ἐκεὶ χριστιανούς. Τότε στὰ Φάρσαλα ἐνθρονίστηκε ὁ Μακάριος, ὁ πρώην Τήνου, ὁ ὁποίος ὄμως καθαιρέθηκε. Στὴ συνέχεια, τὸ 1800 ἐξελέγη ὁ Παρθένιος, ὁ ὁποίος ποίμανε τοὺς πιστούς μέχρι τὸ 1814, ὄταν παραιτήθηκε καὶ στὴ θέση του ἐξελέγη ὁ Ἀρισταίας Δαμασκηνός [2] .
Ἡ ἄλλη μεγάλη ἐκκλησιαστικὴ ἐπαρχία εἶναι ἐκείνη τοῦ Φαναρίου. Καὶ ἐδὼ ὑπάρχουν ἀρκετὰ στοιχεῖα ποὺ χρήζουν περαιτέρω διερευνήσεως καθὼς στὴν πορεία τῶν χρόνων παρουσιάζεται ἄλλοτε ὡς Ἐπισκοπὴ ποὺ ἀνήκει στὴν Μητρόπολη Λαρίσης, ἄλλοτε ὡς Ἐπισκοπὴ ποὺ ἀνήκει ὄμως στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχριδῶν καὶ ἄλλοτε ὡς Ἀρχιεπισκοπὴ ποὺ ἀνήκει στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχείο. Ὡς Ἐπισκοπὴ ποὺ ἀνήκει στὴν Μητρόπολη Λαρίσης φαίνεται ἀπὸ τὸν 14ο αι. καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὸ ἔτος 1371 ἤ 1382, ὄταν εμφανίζεται ὁ πρώτος γνωστὸς ἐπίσκοπος Φαναρίου. Στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχριδῶν ὑπήχθη λόγω τῆς εἰσβολῆς τῶν Σλάβων καὶ φαίνεται νὰ παρέμεινε μέχρι τὸν 18ο αἰώνα. Παράλληλα ὄμως κατὰ τὴν διάρκεια τῆς περιόδου τῆς Τουρκοκρατίας συναντοῦμε κατὰ χρονικὰ διαστήματα τὴν ὲπισκοπὴ Φαναρίου νὰ ἐξαρτάται ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχείο [3] . Τὸ ζήτημα, βεβαίως, εἶναι φανερὸ ὄτι χρήζει περαιτέρω ἔρευνας.
Σὲ συνάφεια μὲ τὸ παραπάνω ζήτημα τίθεται καὶ ἔνα ἄλλο θέμα πρὸς ἔρευνα. Αὐτὸ ἀφορὰ στὸν τίτλο τῆς Ἐπισκοπῆς ἤ Ἀρχιεπισκοπῆς καθὼς ἀρχικὰ εὐρίσκεται ὡς Ἐπισκοπὴ Καππούης καὶ Φαναρίου, ἐνὼ ἀργότερα ὡς Ἐπισκοπὴ Φαναρίου καὶ Νεοχωρίου [4] .
Μὲ ὄλους αὐτοὺς τοὺς προβληματισμοὺς ἑπόμενο εἶναι τὸ ἔργο καταρτίσεως τοῦ ἀρχιερατικοῦ καταλόγου τῆς ἐπαρχίας Φαναρίου νὰ γίνεται πολὺ δύσκολο [5] . Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἀπ’ τὰ μέχρι σήμερα γνωστά στοιχεῖα ἐπίσκοποι Καππούης καὶ Φαναρίου εἶναι ὁ Δαμιανὸς κατὰ τὸ ἔτος 1371 ἤ 1382, ὁ Ἰωάσαφ τὸ 1388, ὁ Ἰωάσαφ ὁ Β΄ τὸ 1426, ὁ Παύλος [6] τὸ 1454, ὁ Ἰγνάτιος [7] κατὰ τὰ ἔτη 1530-1541, ὁ Κρίμπαβος ἔνα χρόνο ἀργότερα, τὸ ἔτος 1542, ὁ Μᾶρκος χωρὶς νὰ γνωρίζουμε ἀκριβὴ χρονολογία, ὁ Ἰερόθεος [8] τὸ ἔτος 1547, ὁ Μαρτύριος τὸ ἔτος 1558, ὁ Γαβριήλ [9] τὸ ἔτος 1565, ὁ Γρηγόριος [10] Α΄ τὰ ἔτη 1565-1571, ὁ Μητροφάνης ἔνα χρόνο μετά, τὸ ἔτος 1572 καὶ ὁ Γρηγόριος [11] Β΄ τὸ 1584. Ἔπειτα ὁ Ἐπίσκοπος Λαυρέντιος φέρει τὸν τίτλο τοῦ ἐπισκόπου Φαναρίου καὶ Νεοχωρίου κατὰ τὰ ἔτη 1587-1588 καὶ θεωρεῖται ὁ πρώτος ἐπίσκοπος Φαναρίου καὶ Νεοχωρίου. Στὴ συνέχεια καὶ γιὰ διακόσια περίπου χρόνια εὑρίσκονται ἀρκετοὶ Ἀρχιεπίσκοποι Φαναρίου καὶ Νεοχωρίου. Πρώτος ὁ ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κορώνης καὶ ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας Σεραφεὶμ ποὺ ἀρχιεράτευσε ἀπὸ τὸ 1596 ἔως τὸ 1601, χρονολογία τοῦ μαρτυρίου του [12] . Στὴ συνέχεια ὁ Ἰωάσαφ Β΄ ποὺ ἀρχιεράτευσε ἀπὸ τὸ 1602 ἔως τὸ 1610. Ἔπειτα ἀρχιερατεύει ὁ Σέργιος τὸ 1611 καὶ ὁ Κάλλιστος τὸ 1612. Ἀργότερα ὁ Ἰωάσαφ Γ΄ εὑρίσκεται νὰ ἀρχιερατεύει τὰ ἔτη 1613 καὶ 1618, ὁ Εὐθύμιος ἐπίσης τὰ ἔτη 1622 καὶ 1624, ἐνῶ ὁ Θεοφάνης φαίνεται ὄτι παραιτήθηκε τὸ 1633 «διὰ τὰ βάρη τῶν χρεῶν» καὶ τὴ θέση του καταλαμβάνει ὁ Ἀνανίας [13] τὸ 1635 καὶ ἔπειτα ὁ Εὐθύμιος ἔως τὸ 1652 ποὺ παραιτήθηκε λόγω γήρατος. Στὴ συνέχεια γιὰ μιὰ δεκαπενταετία ἀρχιεράτευσε ὁ Ἀθανάσιος Τριπολίτης 1652-1666, ὁ Κωνσταντῖνος τὸ ἔτος 1671, ὁ Δαβίδ τὸ ἔτος 1672, ὁ Ἰωσήφ ὁ φίλος του Εὐγενίου Αἰτωλοῦ, τὸ ἔτος 1674, ὁ Εὐθύμιος τὸ 1675, ὁ Ἀνανίας ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Τατάρνης κατὰ τὰ ἔτη 1678 καὶ 1682, ὁ Κλήμης ποὺ ἀρχιεράτευσε τὸ 1682 ἀλλὰ ἀφοῦ καθαιρέθηκε, κατέστη ὁ Λαρίσης Μακάριος Πατριαρχικὸς ἔξαρχος καὶ τὸν 17ο αι. κλείνει ὁ Λαυρέντιος, τὸ 1698. Τὸν 18ο αι. ἀνοίγει μὲ τὴν ἀρχιερατεία του ὁ Ἀρσένιος ἀπὸ Ραδοβισδίου τὸ 1705 ποὺ εἶναι γνωστὸ ὄτι ἀλληλογραφεῖ μὲ τὸν Ἀναστάσιο Γόρδιο, τὸ 1712 ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Φαναρίου καὶ Νεοχωρίου. Ὡς πιθανὸς διάδοχος τοῦ Ἀρσενίου φέρεται ὁ Ἄνθιμος. Στὴ συνέχεια καὶ γιὰ τὰ ἔτη 1718, 1721 καὶ 1723 εὑρίσκεται νὰ ἀρχιερατεύει ὁ Συμεών, ἐνῶ χωρὶς γνωστὴ χρονολογία ἀρχιεράτευσε ὁ Μιχαήλ. Ἔπειτα τὴν Ἀρχιεπισκοπὴ ποιμαίνουν ὁ Νεκτάριος τὸ 1753, ὁ Μακάριος τὸ 1758 καὶ ὁ Θεόκλητος τὸ 1764. Στὴ συνέχεια ἀρχιεράτευσε ὁ Μακάριος κατὰ τὰ ἔτη 1764-1766 ἔως ὅτου ἔγινε Καισαρείας, ὁ Νικόδημος τὸ 1766, ὁ Νεόφυτος τὸ 1766, ὁ Κλήμης ἴσως τὸ 1768 καὶ ὁ Γρηγόριος ἀπὸ τὸ 1772, ἔως τὸ 1776. Ἀκολούθησε ὁ Μακάριος [14] ποὺ ἀρχιεράτευσε ἀπὸ τὸ 1776 ἕως ὄτου παραιτήθηκε, ὁ Σεραφείμ τὸ 1797, ὁ Νεόφυτος τὸ 1798, ὁ Βενιαμίν τὸ 1800, ὁ Παρθένιος τὸ 1805, ὁ Διονύσιος τὸ 1807 καὶ ὁ Σεραφείμ, ὁ τιτουλάριος ἐπίσκοπος Μαιονίας, τὸ ἔτος 1809 [15] .
Τὸν Μάρτιο τοῦ 1821, ὄταν ἄρχιζε ὁ ἀπελευθερωτικὸς ἀγώνας τῶν 'Ελλήνων καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ καλοῦνταν νὰ δώσει ἀπαντήσεις καὶ λύσεις σὲ ζητήματα τῆς ἐπαναστάσεως, ἐκδόθηκε καὶ ὁ συνοδικὸς τόμος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Γρηγόριος ὁ Ε΄ συνένωσε τὶς δύο Ἀρχιεπισκοπὲς Φαναρίου καὶ Φαρσάλων σὲ Μητρόπολη ποὺ ἔφερε τὸν τίτλο «Φαναρίου καὶ Φερσάλων». Ὁ λόγος αὐτῆς τῆς πράξεως θεωρεῖται μάλλον ὁ οἰκονομικὸς βρόγχος ποὺ ἔπνιγε τὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Φαναρίου καθώς «ἐπὶ τὸ χείρον ἐξετράπη χρέεσιν ἰδίοις καταβαρυνθείσα». Ὁ τελευταίος ἀρχιεπίσκοπος Φαναρίου Σεραφεὶμ κατέβαλε πολλὲς προσπάθειες γιὰ νὰ βελτιώσει αὐτὴ τὴν κατάσταση ἀλλά, ἐπειδὴ δὲν τὰ κατάφερε, ὑπέβαλε τὴν παραίτησή του: «ἀδύνατος ἐφάνη περὶ τῶν χρεῶν τούτων τὴν οικονομίαν καὶ «οὑ μόνον τούτων ἀλλὰ δῇ καὶ αὐτῶν τῶν αὐλικῶν διαφόρων αὐτῆς καὶ αὐτοῦ τοῦ βασιλικοῦ χαρατσίου, ὤστε καὶ ἠναγκάσθη δοῦναι τὴν εὐχάριστον καὶ οἰκειοθελῆ αὐτοῦ παραίτησιν». Τὴν δύσκολη αὐτὴ θέση κλήθηκε νὰ ἐλαφρύνει ἡ Ἀρχιεπισκοπή Φαρσάλων, τὴν ὁποία ποίμανε ὁ ἐπίσκοπος Δαμασκηνὸς ποὺ χαρακτηρίστηκε ὡς ἄνδρας «ἤθεσιν ἀρχιεροπρεπέσι κεκοσμημένος καὶ ἀξιότητι πεπλουτισμένος» καὶ ὁ ὁποῖος κατάφερε νὰ καλυτερεύσει τὴν κατάσταση τῆς ἐπαρχίας του, ἀφοῦ ἡ ἐπισκοπή «μάλλον ἐπί το κρεῖττον προῆλθεν». Ἡ νέα, λοιπόν, Μητρόπολη εἴχε τὸν τίτλο Φαναρίου καὶ Φερσάλων, ὁ δὲ μητροπολίτης καλοῦνταν ὑπέρτιμος καὶ ἒξαρχος πᾶσης Φθίας. Πρῶτος ἀρχιερέας τῆς νέας Μητρόπολης ὁρίστηκε ὁ μέχρι τότε ἄξιος Ἀρχιεπίσκοπος Φαρσάλων Δαμασκηνός, ὁ ὁποῖος παρέμεινε σχεδὸν μέχρι τέλους τοῦ ἔτους 1821, ὄταν μετατέθηκε στὴν Μητρόπολη Λαρίσης [16]. Τὸν Δαμασκηνὸ ἀκολούθησαν οἱ Γεράσιμος (1821-1822), Ἰωακείμ (1822-1824), ὁ ὁποῖος μετατέθηκε στὴν Μητρόπολη Σόφιας, Σαμουήλ ὁ ἂπὸ Σταγῶν (1824-1827), Κύριλλος (1827), Διονύσιος (1827-1854), Κύριλλος (1854), Ἄνθιμος (ὁ ὁποίος ἀπεβίωσε τὸ 1869 στὴν Σμύρνη), Νεόφυτος Πετρίδης (1854-1867), ὁ ὁποῖος μετατέθηκε στὴν Μητρόπολη Σερρῶν, Μελέτιος (1867-1876), ὁ ὁποῖος μετατέθηκε στὴν Μητρόπολη Κώου καὶ Κωνστάντιος Ἰσαακίδης (1876-1880), ὁ ὁποῖος μετατέθηκε στην Μητρόπολη Καστορίας [17] .
Ἡ νέα αὐτὴ κατάσταση διατηρήθηκε μέχρι τὸν Μάιο τοῦ 1882, ὄταν ἡ Ἐλλαδικὴ Ἐκκλησία ποὺ εἴχε ἤδη ἀνακηρυχθεῖ αὐτοκέφαλη [18], ζήτησε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχείο νὰ ὑπαχθοῦν οἱ τοπικὲς Ἐκκλησίες τῆς Θεσσαλίας σὲ ἐκείνην, ἀφοὺ βεβαίως εἴχε προηγηθεῖ ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλίας ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς κατακτητές.
Τὴν περίοδο αὐτὴ καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὸ 1880 ἔως τὸ 1889-1890 τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία ποίμανε ὁ Ἰλαρίων, ὁ ὁποίος εἴχε μετατεθεῖ ἀπὸ τὴν Μητρόπολη Καστορίας. Κατὰ τὴν δεκαετὴ περίοδο τῆς ἀρχιερατείας του χρημάτισε καὶ μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος [19] .
Τὰ ἑπόμενα χρόνια ἡ Μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος ὑποβιβάσθηκε σὲ Ἐπισκοπή, ὄπως ἄλλωστε συνέβη καὶ μὲ ὄλες τὶς ἄλλες Μητροπόλεις τῆς ἑλλαδικῆς περιφερείας, καθὼς μόνο ἡ τῶν Ἀθηνῶν παρέμεινε Μητρόπολη. Μὲ Βασιλικὸ Διάταγμα τοῦ 1900 ὀνομάσθηκε τελικὰ ἐπισκοπὴ «Φαναρίου καὶ Θεσσαλιώτιδος» καὶ ὄχι «Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναρίου» ὄπως τὸ 1899 εἴχε ὀνομασθεῖ ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἡ νέα Ἐπισκοπὴ περιελάμβανε καὶ περιοχὲς τῶν καταργηθεισῶν ἐπισκοπῶν Θαυμακοῦ καὶ Γαρδικίου, ἐνὼ τὸ τμήμα τῶν Φαρσάλων εἴχε ὑπαχθεῖ στὴν ἐπισκοπὴ Λαρίσης [20] .
Ἐπίσκοπος Φαναρίου καὶ Θεσσαλιώτιδος κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 1900 προτάθηκε νὰ καταστεῖ ὁ ἀπὸ Θαυμακοῦ Μισαήλ, ὁ ὁποίος ἤταν καὶ σύνεδρος τῆς 47ης Συνοδικῆς περιόδου. Ὁ θάνατός του ὄμως τὴν 24η Μαρτίου τοῦ ἴδιου ἔτους δὲν ἐπέτρεψε τὴν ἄνοδό του στο θρόνο τὴς ἐπισκοπῆς Φαναρίου καὶ Θεσσαλιώτιδος [21] .
Ἡ πορεία τῆς Μητροπόλεως ἀκολούθησε κατὰ τὸν 20ό αἰώνα τὴν διαδρομὴ τῆς ὑπολοίπου ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ἀφοῦ τὸ 1910 καταργήθηκαν οἱ νομοὶ μὲ ἀπόφαση τοῦ Νομικοῦ Συμβουλίου, ἡ ἐπαρχία Φαρσάλων ἐπανήλθε στὴν Ἐπισκοπὴ Φαναρίου καὶ Θεσσαλιώτιδος.
Πρώτος ἐπίσκοπος τοῦ 20οῦ αἰώνα ἦταν ὁ Εὐθύμιος Πλατῆς, ὁ ὁποίος ἀρχιεράτευσε τὰ ἔτη 1901-1924. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀρχιερατείας του καὶ συγκεκριμένα τὸ 1922, ἡ Ἐπισκοπὴ Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσάλων ὀνομάσθηκε Μητρόπολη, ὅπως καὶ οἱ ὑπόλοιπες Ἐπισκοπὲς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου. Ὁ Εὐθύμιος γεννήθηκε τὸ 1847 στὸ Κυριάκι Λεβαδειὰς καὶ ἑκάρη μοναχὸς στὴν Μονὴ τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ. Πτυχιοῦχος τῆς θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, διορίσθηκε Γραμματέας τῆς Ἱεράς Συνόδου καὶ ἐφημέριος στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἀμαλιείου Ὀρφανοτροφείου. Προσέφερε τὶς ὑπηρεσίες του γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα ὡς ἐφημέριος τῆς ἑλληνικῆς παροικίας στὴν Καλκούτα τῆς Ἰνδίας. Στὶς 9 Ἰουλίου 1901 χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Φαναρίου καὶ Θεσσαλιώτιδος, ὄπου καὶ ἐργάστηκε πρὸς οἰκοδομὴ τῶν πιστῶν ἔως τὶς ἀρχὲς τοῦ 1924, ὄποτε ὑπέβαλε τὴν παραίτησή του γιὰ λόγους ὑγείας [22] .
Τὸν Εὐθύμιο διαδέχτηκε ὁ Ἰεζεκιήλ Στροῦμπος Βελανιδιώτης, ὁ ὁποῖος ἀρχιεράτευσε τὰ ἔτη 1924-1950. Ὁ κατὰ κόσμον Παναγιώτης Φιλ. Στρούμπος γεννήθηκε στὴν Καλαμάτα τὸ 1874, ὅπου ἔλαβε τὴν ἐγκύκλιο μόρφωση. Πτυχιοῦχος τῆς Θεολογικῆς καὶ τῆς Νομικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κείρεται Μοναχὸς στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βελανιδιᾶς Μεσσηνίας τῆς ὁποίας ἀργότερα γίνεται καὶ ἡγούμενος. Προσφέρει τὶς ὑπηρεσίες του ὡς ἐφημέριος στὸν ἱερὸ ναὸ τῆς ἐλληνικῆς παροικίας τῆς Τεργέστης, ὅπου παρακολουθεῖ καὶ πανεπιστημιακὰ μαθήματα. Μετὰ τὴν επιστροφή του διορίζεται στρατιωτικὸς ἱερέας, μετέχει στὶς ἐκστρατεῖες Σερβίας καὶ Μικρᾶς Ἀσίας ὅπου καὶ τραυματίζεται ἐλαφρά. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ λαμβάνει πολλὰ παράσημα ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ στρατό. Ἐξελέγη Μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσάλων τὸ 1924-25, ἐγκαθίσταται στὴν Καρδίτσα καὶ ἀρχίζει τὸ μεγάλο φιλανθρωπικὸ καὶ κοινωνικὸ ἔργο ποὺ τὸν κατέστησε ὁρόσημο τῶν τοπικῶν ἐκκλησιαστικῶν μορφῶν [23]. Κοιμήθηκε στὶς 3 Σεπτεμβρίου 1953.
Τὴν ἑπόμενη πεντηκονταετία τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσάλων ποιμαίνουν: ὁ Κύριλλος Καρμπαλιώτης, ὁ ἀπὸ Ζιχνῶν (1951-1967), ὁ Κωνσταντῖνος Σακελλαρόπουλος (1968-1974), ὁ Κλεόπας Θωμόπουλος (1974-1999), ὁ Θεόκλητος Κουμαριανός, νῦν μητροπολίτης Βρεσθένης (1999-2005) καὶ ὁ Κύριλλος Χριστάκης, ὁ ἀπὸ Κυθήρων (2005-2014) .
Ἀπὸ τὰ παραπάνω γίνεται φανερὸ ὄτι ἡ Ἰστορία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσάλων δὲν ἔχει πλήρως γραφεῖ. Τὰ στοιχεῖα- ὅσα ὑπάρχουν χρειάζεται νὰ ἐρευνηθοῦν καὶ νὰ ἀξιολογηθοῦν ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς μελετητές ἔτσι, ὥστε νὰ δεῖ τὸ φῶς τῆς δημοσιότητος μιὰ νέα ἐργασία ποὺ θὰ φωτίζει τὶς σκοτεινὲς πλευρὲς τῆς ἱστορίας μας καὶ θὰ παρουσιάζει μὲ συστηματικὸ τρόπο τὸ σύνολο τῆς τοπικῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ἱστορίας.
1. Ἀπὸ τὴν παλαιότερη βιβλιογραφία γιὰ τὴν ἰστορία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσάλων ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε: Κ.Ί. Δυοβουνιώτης, «Συμβολαῖ εἰς τὴν Ἐκκλησιαστικὴν Ἰστορίαν τῆς Μητροπόλεως Λαρίσσης», Ἱερὸς Σύνδεσμος 277 (1916) 1-5, 278 (1916) 7-9, 279 (1916) 12-15, 281 (1917) 14-15, 282 (1917) 6-9, 283 (1917) 8-11, 284 (1917) 8-12, 285 (1917) 12-15, 286 (1917) 7-8, 287 (1917) 7-8, 288 (1917) 5-6. Ἰεζεκιήλ, Μητρ. Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσάλων, «Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Φαναριοφερσάλων διὰ μέσου τῶν αἰώνων», Θεολογία 7 (1929) 241-256 (στὸ ἐξῆς Ἰεζεκιήλ, Μητρόπολις). Ἀθηναγόρας, Μητρ. Παραμυθίας καὶ Φιλιατῶν, «Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Φαναριοφερσάλων διὰ μέσου τῶν αἰώνων». Θεολογία 8 (1930) 79-90 (στὸ ἐξῆς Ἀθηναγόρας, Μητρόπολις), Ἰεζεκιήλ, Μητρ. Θεσσαλλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσάλων, «Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Φαναριοφερσάλων διὰ μέσου τῶν αἰώνων», Θεολογία 8 (1930) 170-176 (στὸ ἐξῆς: Ἰεζεκιήλ, Μητρόπολις). Γερμανός, Μητρ. Σάρδεων καὶ Πισιδείας, «Ἰστορικὸν Σημείωμα περὶ τῆς Μητροπόλεως Φαναριοφερσάλων», Ὀρθοδοξία 5 (1930) 303-410 (στὸ ἐξῆς Γερμανός, Σημείωμα). Τ. Γριτσόπουλος, «Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσάλων, Μητρόπολις».
Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια 6 (1965) 435 {στὸ ἐξῆς Γριτσόπουλος, Μητρόπολις Θεσσαλιώτιδος). [Επιστροφή]
2. Προσπάθειες ἀποκαταστάσεως τῶν προσώπων καὶ τῶν γεγονότων κατὰ χρονολογικὴ σειρὰ ἔγιναν παλαιότερα ἀπὸ τοὺς: Ἰεζεκιήλ, Μητρόπολις, σσ. 241-256, Ἀθηναγόρας, Μητρόπολις, σσ. 79-90. Ἰεζεκιήλ, Ἱερὰ Μητρόπολις, σσ. 170-176. Ν.Ί. Γιαννόπουλος, «Ἐπισκοπικοὶ κατάλογοι Θεσσαλίας». Θεολογία 12 (1934) 125-141.
Γριτσόπουλος, Μητρόπολις Θεσσαλιώτιδος, σ. 436. [Επιστροφή]
3. Γερμανός, Σημείωμα, σσ. 361-363. Γριτσόπουλος, Μητρόπολις Θεσσαλιώτιδος, σ. 436. [Επιστροφή]
4. Γερμανός, Σημείωμα, σσ. 362-363. Γριτσόπουλος, Μητρόπολις Θεσσαλιώτιδος, σ. 436. [Επιστροφή]
5. Ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὸς γιὰ τὴν πολυπλοκότητα τῶν στοιχείων τῆς ἱστορίας μας εἶναι ὁ ἔντυπος «διάλογος» δύο ἀρχιερέων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης Ἰεζεκιήλ, εἴχε γράψει τὸ 1929 στὸ περιοδικὸ Θεολογία ἄρθρο μὲ τίτλο «Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Φαναριοφερσάλων διὰ μέσου τῶν αἰώνων», γιὰ νὰ τὸ σχολιάσει τὸν ἑπόμενο χρόνο ὁ Παραμυθίας καὶ Φιλιατῶν Ἀδηναγόρας στὸ ἴδιο περιοδικὸ καὶ μὲ τὸν τίτλο: Ἀθηναγόρας, Μητρ. Παραμυθίας καὶ Φιλιατῶν, «Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Φαναριοφερσάλων διὰ μέσου τῶν αἰώνων» Θεολογία 8 (1930) 79-90. Στὸν ἴδιο τόμο ὑπάρχει καὶ ἀπάντηση στὸ παραπάνω ἄρθρο ἀπὸ τὸν Ἰεζεκιήλ, Μητρ. Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσάλων, «Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Φαναριοφερσάλων», Θεολογία 8 (1930) 170-176. Εἶναι ἐμφανὲς ὄτι, ἀπὸ τὸν ἐπιστημονικὸ αὐτὸ «διάλογο» τελικὰ κέρδισε ἡ ἰστορία καὶ ἡ ἐπιστήμη. [Επιστροφή]
6. Ν.Α. Βέης, «Συμβολὴ εἰς τὴν ἐκκλησιαστικήν ἰστορίαν Φαναρίου τῆς Θεσσαλίας», Βυζαντινὰ Χρονικὰ ΧΧ (1913) 61 (στὸ ἐξὴς Βέης, Συμβολή). [Επιστροφή]
7. Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνος ἀντλεῖται ἡ πληροφορία γιὰ τὸν «ὁσιώτατον Ἰγνάτιον, ἐπίσκοπον Καππούας καὶ Φαναρίου» βλ. Βέης, σ. 58. [Επιστροφή]
8. Βέης, Συμβολή, σ. 61. [Επιστροφή]
9. Ὁ Γερμανός, Σημείωμα, σσ. 366-367 ὑποστηρίζει ὄτι ὁ Γαβριήλ καὶ ὁ Γρηγόριος Α΄ εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο. [Επιστροφή]
10. Μαρτυρία γιὰ τὸν Γρηγόριο, «ἐν ἔτει 1571 ὡς ἐπίσκοπον Καππούας καὶ Φαναρίου» βλ. Βέης, Συμβολή, σσ. 58-59. [Επιστροφή]
11. Βέης, Συμβολή, σσ. 58-59. [Επιστροφή]
12. Γιὰ τὸν Ἅγιο Σεραφεὶμ βλ. Σ. Νανάκος, Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Σεραφείμ, Καρδίτσα 2002, ὅπου καὶ ἡ προηγούμενη βιβλιογραφία. [Επιστροφή]
13. Γιὰ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀνανία καὶ τὴν δράση του κατὰ τὸ βενετοτουρκικὸ πόλεμο (1684-1699) βλ. Β. Μαγόπουλος, «Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Φαναρίου καὶ Νεοχωρίου Ἀνανίας καὶ ἡ ἡρωικὴ δράση του», Καρδιτσιώτικα Χρονικὰ 1 (1995) 121-142. [Επιστροφή]
14. Γιὰ τὸν Μακάριο, ποὺ ὑπήρξε ἀδελφὸς τῆς Μονῆς Δοχειαρίου Ἁγίου Ὄρους καὶ τὴν σχέση του μὲ τὴν Μονὴ τῆς μετανοίας του βλ. Δ.Β. Γόνης, «Ζητεία Δοχειαριτῶν στὴν Θεσσαλία, μὲ ἀφορμὴ μιὰ ἐπιστολὴ τοπικοῦ Ἐπισκόπου», Ἀντίδωρον τῷ Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσοστόμῳ Θέμελη, τ. 4ος, Καλαμάτα 2006, σσ. 311-327. [Επιστροφή]
15. Ἰεζεκιήλ, Μητρόπολις, σσ. 241-256. Ἀθηναγόρας, Μητρόπολις, σσ. 79-90. Ἰεζεκιήλ, Ἱερὰ Μητρόπολις, σσ. 170-176. Γερμανός, Σημείωμα, σσ. 36&-374. Γριτσόπουλος, Μητρόπολις Θεσσαλιώτιδος, σσ. 436-437. [Επιστροφή]
16. Βασιλείου [Ἀτέση], Μητρ. πρ. Λήμνου, «Ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τοῦ 1821 μέχρι σήμερον», Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος ΝΔ (1972) 448. Γριτσόπουλος, Μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος, σ. 437. [Επιστροφή]
17. Ἰεζεκιήλ, Μητρόπολις, σσ. 241-256. Ἀθηναγόρας, Μητρόπολις, σσ. 79-90, Ἰεζεκιήλ, Ἱερὰ Μητρόπολις, σσ. 170-176. Γερμανός, Σημείωμα, σσ. 405-406. Βασιλείου [Ἀτέση], Μητρ. πρ. Λήμνου, Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τοῦ 1821 μέχρι σήμερον», Ἑκκλησιαστικὸς Φάρος ΝΔ΄ (1972) 448-449. [Επιστροφή]
18. Γιὰ τὴν Αὐτοκεφαλία τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸν Συνοδικὸ Τόμο τοῦ 1850 βλ. Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυ¬πάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου, Τὰ Συνοδικὰ καὶ Πατριαρχικὰ κείμενα. Συνοδικὸς Τόμος τοῦ 1850 καὶ Πατριαρχικὴ Πράξη τοῦ 1928, Ἱερὰ Μονὴ Γενεθλίου τῆς Θε¬οτόκου 2004. Ἐπίσης Ἐμμ. Ἰ. Κωνσταντινίδης, Ἡ ἀνακήρυξις τοῦ Αὐτοκέφαλου τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας (1850) καὶ ἡ θέσις τῶν Μητροπόλεων τῶν «Νέων Χωρῶν», ἐν Ἀθήναις 1983, σσ. 13-25. [Επιστροφή]
19. Βασιλείου Ἀτέση, ἐπισκόπου Ταλαντίου, Ἐπίτομος Ἐπισκοπικὴ Ἰστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τοῦ 1833 μέχρι σήμερον, τ. Α΄, ἐν Ἀθήναις 1948, σ. 99. Βασιλείου [Ἀτέση], Μητρ. πρ. Λήμνου, «Ἐπισκοπικοὶ κατάλογοι τῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας (1833-1960)», Ἐκκλησία (1960) 16. Γερμανός, Σημείωμα, σ. 406. [Επιστροφή]
20. Στεφάνου Γιαννόπουλου (ἀρχιμ.), Συλλογὴ τῶν ἐγκυκλίων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Μετὰ τῶν οἰκείων Νόμων, Β. Διαταγμάτων, Ὑπουργικῶν Ἐγγράφων, Ὁδηγιῶν κ.λπ. ἀπὸ τοῦ 1833 μέχρι τοῦ 1901, ἐν Ἀθήναις 1901, σσ. 87-95, 109-111, 112-114. Βασιλείου Ἀτέση, ἐπισκόπου Ταλαντίου, Ἐπίτομος Ἐπισκοπικὴ Ἰστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τοῦ 1833 μέχρι σήμερον, τ. Α΄, ἐν Ἀθήναις 1948, σ. 99. [Επιστροφή]
21. Βασιλείου Ἀτέση, ἐπισκόπου Ταλαυτίου, Ἐπίτομος Ἐπισκοπικὴ Ἰστορία τῆς Εκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τοῦ 1833 μέχρι σήμερον, τ. Α΄, ἐν Αθήναις 1948, σ.100. Βασιλείου [Ἀτέση], Μητρ. πρ. Λήμνου, «Ἡ Ἱεραρχία τῆς Εκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τοῦ 1821 μέχρι σήμερον», Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος ΝΔ΄ (1972) 449. Βασιλείου [Ἀτέση), Μητρ. πρ. Λήμνου, «Ἐπισκοπικοὶ κατάλογοι τῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας (1833-1960)», Ἐκκλησία (1960) 16. [Επιστροφή]
22. Βασιλείου Ἀτέση, Μητρ. πρ. Λήμνου, Ἐπίτομος Ἐπισκοπικὴ Ἰστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τοῦ 1833 μέχρι σήμερον, τ. Β΄, ἐν Ἀθήναις 1953, σσ. 184-188. [Επιστροφή]
23. Τόσο σημαντικὴ μορφὴ ἀποτελεῖ γιὰ τὴν εὐρύτερη περιφέρεια ὁ μακαριστὸς Ἰεζεκιήλ ὥστε πραγματοποιήθηκε πρὸς τιμήν του ἰστορικὸ συνέδριο γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του, τὸν Μάϊο τοῦ 1998. Ἐνδεικτικὰ μόνο ἀναφέρουμε μερικοὺς τίτλους ἄρθρων: Χρυσόστομος, Μητρ. Μεσσηνίας, «Τὸ συγγραφικὸν ἔργον τοῦ Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσάλων Ἰεζεκιήλ Βελανιδιώτου», Καρδιτσιώτικα Χρονικὰ 4 (1998) 13-44, Κύριλλος Χριστάκης (ἀρχιμ.), «Τὸ φιλανθρωπικὸ καὶ κοινωνικὸ ἔργο τοῦ ἁειμνήστου Μητροπολίτη Ἰεζεκιήλ στὴν ἔρευνα καὶ τὴν διάσωση τῶν χριστιανικῶν μνημείων τοῦ Ν. Καρδίτσας», Καρδιτσιώτικα Χρονικὰ 4 (1998) 61-68, Ἀντ. Ἀντωνίου, «Ἡ κοινωνικὴ προσφορὰ τοῦ Μητροπολίτη Ἰεζεκιήλ τὴν τελευταία 15ετία τῆς ζωής του», Καρδιτσιώτικα Χρονικὰ 4 (1998) 131-139, Γ. Ἀδ. Κλήμος, «Ὁ Μητροπολίτης Ἰεζεκιήλ ὡς δωρητὴς χειρογράφων βιβλίων τῆς περιοχῆς», ΚαρδιτσιώτικαΧρονικὰ 4 (1998) 141-155, Ἰω. Ἀντ. Κατσικοβόρδος, «Ὁ Μητροπολίτης Ἰεζεκιήλ ὡς νομικός», Καρδιτσιώτικα Χρονικὰ 4 (1998) 249-282, Καλλιρόη Νικολή, «Ὁ τύπος τῆς Καρδίτσας γιὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἰεζεκιήλ», Καρδι-τσιώτικα Χρονικὰ 4 (1998) 289-293, Λ. Ε. Μπριάνας, «Ὁ Μητροπολίτης Ἰεζεκιήλ καὶ ἡ ἴδρυση τοῦ Νοσοκομείου Ἅγιος Σεραφεὶμ Καρδίτσας», Καρδιτσιώτικα Χρονικὰ 4 (1998) 295-309 κ.ἄ.
Πρβλ. Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἔκδοσις Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλά¬δος, τοῦ ἔτους 1967, σσ. 318-319 καὶ 397-398, τοῦ ἔτους 1974, σσ. 318-323, τοῦ ἔτους 1998, σσ. 462-469, τοῦ ἔτους 2005, σσ. 540-550 καὶ τοῦ ἔτους 2006 σσ. 529-539. [Επιστροφή]