Ιερά Μονή Γενεσίου τῆς Θεοτόκου Πετρίλου
φήνοντας πίσω μας τὸν κάμπο τῆς Καρδίτσας καὶ τὴν κωμόπολη τοῦ Μουζακίου, σὲ μία ἀνηφορικὴ διαδρομὴ μέσα στὸ ἄγριο δάσος μετὰ ἀπὸ 30 χιλιόμετρα, συναντᾶμε τὸ κεφαλοχώρι τῶν Ἀγράφων καὶ ἱστορικὴ ἕδρα τοῦ Δήμου Ἀργιθέας, Πετρίλο. Σὲ ὑψόμετρο 1400 μέτρων σὲ ἕνα θαυμάσιο φυσικὸ πλάτωμα, στὶς μεσημβρινὲς πλαγιὲς ποὺ κατεβαίνουν ἀπὸ τὸ ὅρος Βουτσικάκι, σὲ ὄμορφη κὶ ἀπάνεμη τοποθεσία, στὴν ἀνάσα τοῦ ἐλάτινου δάσους, σὲ ἕνα πραγματικὸ φυσικὸ μπαλκόνι πάνω ἀπὸ τὸν συνοικισμὸ Ἀργυρέϊκα μὲ θέα τοὺς συνοικισμοὺς τοῦ Πετρίλου, βρίσκεται τὸ Μοναστήρι ἀφιερωμένο στὴ μνήμη τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου, ἢ ὅπως ἔχει ἐπικρατήσει στοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς «τὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπου» λόγω τοῦ Χαριτόβρυτου τεμαχίου ἀπό τὸ λειψάνο τοῦ Ἁγίου τὸ ὁποῖο φυλάσσεται στὴν Ἱερά Μονή.
Ἡ ἀρχὴ ἱδρύσεως τοῦ Μοναστηριοῦ χάνεται στὴν Ἱστορία, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ λιγοστὰ στοιχεῖα ποὺ ἔχουμε στὴν διάθεσή μας μέχρι σήμερα, τεκμηριώνεται ἡ ἄποψη ὅτι εἶχε μιὰ συνεχῆ ζωντανὴ παρουσία τουλάχιστον ἀπὸ τὸ 1600 ὡς Πατριαρχικὴ καὶ Σταυροπηγιακὴ Μονή, ἀνήκουσα στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως. Γιὰ τὸν πρῶτο κτήτορα, τοῦ ὁποῖου τὸ ὅνομα δὲν γνωρίζουμε, σὲ μία παρρησία ἀναφέρεται σὰν πρῶτο ὄνομα τοῦ Ἱερομονάχου Δανιὴλ καὶ σὲ ἄλλες ἐνθυμήσεις σὰν ἀνακαινιστὲς ἐμφανίζονται οἱ: Ἱερομόναχος Ζωσιμᾶς καὶ ἀργότερα ὁ Ἱερομόναχος Θεόκλητος καὶ μοναχὸς Καλλίνικος, καὶ αὐτὸ γιατὶ τὸ Μοναστήρι πολλὲς φορὲς καταστράφηκε ἀπὸ ἐπιδρομὲς τῶν Τούρκων, καθὼς ἡ ὀχυρωματική του κατάσταση βοηθοῦσε νὰ προφυλαχθοῦν μέσα σὲ αὐτὸ οἱ Μοναχοί ἀλλὰ καὶ οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ καὶ νὰ ἀποκρούσουν τοὺς ἐχθρούς. Ἀπὸ τὴν ἀλληλογραφία τοῦ διδασκάλου τοῦ γένους, Ἀναστασίου Γόρδιου (1654-1729), ποὺ ὑπογράφει χρονολογημένες ἐπιστολὲς ἀπὸ τὴ Μονή τὸ ἔτος 1713 μαρτυρεῖται ὅτι ἡ Μονὴ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη εἶχε 47 μοναχούς.
Ὁ Ἀναστάσιος ὁ Γόρδιος, μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Εὐγενίου Γιαννούλη (1597-1682), φιλοξενήθηκε στὸ Μοναστήρι, ἐνῶ δίδασκε στὸ σχολεῖο «κοινῶν γραμμάτων», τὸ ὁποῖο εἶχε ἱδρυθεῖ καὶ διατηρεῖτο ἀπὸ τὴ Μονή. Ἀργότερα, στὴν ἴδια θέση χτίστηκε τὸ παλιὸ σχολεῖο, ὅπου φιλοξένησε τὰ γραφεῖα τῆς διευρυμένης κοινότητας Ἀνατολικῆς Ἀργιθέας. Ἀλλὰ καὶ ἄλλα κτίσματα βρίσκουμε σὲ κτήματα τοῦ Μοναστηριοῦ, ὅπως τὸ 1700 ὁ τρίκογχος Ναὸς τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ στὸν συνοικισμὸ Ρώση, ὁ Ναὸς τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου στὸν συνοικισμὸ τῆς Κρανιᾶς καὶ ὁ Ναὸς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ στὰ Λιβάδια.
Ἡ σημερινὴ μορφὴ τοῦ Μοναστηριοῦ εἶναι νεότερη. Το Καθολικὸ (κεντρικὸς Ναὸς) εἶναι τοῦ 1830, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπὸ ἐπιγραφὴ στὴν θύρα ( ἐπιγραφή ἀπό κτίσεως κὸσμου ΖΤΛΗ). Στὸ νάρθηκα ἐπάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο διασώζεται προειδοποιητικὸ ἐπίγραμμα μὲ εὐνόητο νόημα ποὺ ἀναφέρει: «εἰ μὲν φίλος πέφυκας εἴσελθε χαίρων, εἰ δὲ ἐχθρὸς καὶ βάσκανος καὶ γέμων δόλου πὸρρῶ πόρρω πέφευγε τῆς πύλης ταύτης ἴνα μὴ λάβεις, ἀρᾶν ἀντὶ εὐλογίας ὡς ὁ Ἰούδας ὅ του Χριστοῦ προδότης». Ὁ ἐσωτερικὸς διάκοσμος τοῦ καθολικοῦ ἀποτελεῖται ἀπὸ 140 ἔντονες χρωματικὰ τοιχογραφίες τοῦ περιοδεύοντος συνεργείου τῶν Σαμαριναίων ἀδελφῶν Ματθαίου καὶ Μιχαὴλ Παπαϊωάννου τὸ 1851, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπὸ τὴν ἀναθηματικὴ ἐπιγραφή. Πολὺ ἐντυπωσιακὸ εἶναι τὸ ξυλόγλυπτο τέμπλο μὲ διαμπερῆ διακόσμηση καὶ παραστάσεις πάνω καὶ κάτω ἀπὸ τὶς εἰκόνες. Ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου στὸ τέμπλο χρονολογεῖται ἀπὸ τὸ 1700. Ἀπὸ τὸ Μοναστήρι σώζονται οἱ δύο πτέρυγες ποὺ χρονολογοῦνται ἀπὸ τὸ 1906 στὰ νότια καὶ στὰ δυτικά. Ἡ ἀνατολικὴ δὲν ὑπάρχει πλέον, ὅπως καὶ τὸ παλιὸ δίκτυο ὕδρευσης ποὺ μετέφερε νερὸ ἀπὸ τὴν «μάνα τοῦ νεροῦ», ὅπως ὀνομάζεται ἡ πηγὴ ποὺ μέχρι σήμερα ὑδροδοτεῖται ἡ Μονή. Ἡ κατασκευὴ τοῦ διώροφου μεγαλοπρεποῦς κτηρίου τῶν κελιῶν κτίστηκε μὲ τὴν βοήθεια τῶν κατοίκων. Ἦταν ἕνας πραγματικὸς ἄθλος καὶ μία ἀπόδειξη ὅτι ἡ Μονὴ εἶχε ἀκόμη ἀνθηροὺς πόρους ἀπὸ τὰ κτήματα, τὰ αἰγοπρόβατα καὶ τὰ μελίσσια, τὰ ὁποῖα εἶχε στὴν κατοχή της, ἀλλὰ καὶ τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἀγάπη τῶν κατοίκων ποὺ τόσα τοὺς εἶχε προσφέρει. Στὴν ἐξέγερση τοῦ 1821 καὶ στὰ ἑπόμενα ἐπαναστατικὰ κινήματα τοῦ 1854 καὶ τοῦ 1862, προσέφερε ἀνεκτίμητες ὑπηρεσίες, ἐνῶ πολλὲς φορὲς οἱ ἐπαναστάτες, ὅπως ὁ Καραϊσκάκης, ὁ Μπουκουβάλας, ὁ Κατσαντώνης κ.α., τὸ χρησιμοποίησαν σὰν ὀχυρό. Πολύτιμος ἀρωγὸς στάθηκε στὴ διοικοῦσα ἐπαναστατικὴ ἐπιτροπὴ Ἠπείρου –Θεσσαλίας ὅταν τὸν χειμώνα τοῦ 1866-67 μὲ ἕδρα τῆς τὸ Πετρῖλο, προετοίμαζε καὶ διένειμε τὴν ἐπαναστατικὴ προκήρυξη γιὰ τὴν ἕνωση μὲ τὴν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα.
Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλίας τὸ 1881 ἡ πορεία τῆς Μονῆς συνεχίστηκε. Στὴν ἀπογραφὴ τοῦ 1889 ἐμφανίζεται νὰ ἔχει 4 μοναχούς. Μέρος τῆς ἀκίνητης περιουσίας της στὸ Μουζάκι καὶ στὸν Θεσσαλικὸ κάμπο παραχωρήθηκε σὲ ἀκτήμονες γεωργοὺς καὶ ἄλλο καταπατήθηκε. Κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἱ. ἡ Ἱστορικὴ Πατριαρχικὴ καὶ Σταυροπηγιακὴ Μονὴ ἐρημώθηκε, διαλύθηκε, ἐγκαταλείφθηκε καὶ ὁδηγήθηκε σὲ μιὰ πτωτικὴ πορεία ποὺ κράτησε ἕως τὰ τέλη τοῦ 20ου αἰώνα, ὅπου μὲ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ τοπικοῦ πληθυσμοῦ ἔγιναν τὰ πρῶτα ἔργα συντήρησης τοῦ ἐρειπωμένου μνημείου. Τὸ χειμώνα τοῦ 2006, ἡ Μονὴ ἔρημη καὶ ἀφύλακτη μπῆκε στὸ στόχο τῶν ἀρχαιοκαπήλων, οἱ ὁποῖοι ἀφαίρεσαν τὶς εἰκόνες τοῦ τέμπλου, τὰ βημόθυρα, δύο ξυλόγλυπτα μανουάλια καὶ ἄλλα Ἱερὰ κειμήλια, τὰ ὁποῖα φυλάσσονταν ἕως τότε. Τήν πρώτη Ὀκτωβρίου τοῦ 2014 ἔγινε ὁ ἐπαναπατρισμός τῆς Δίζωνης Ἱερᾶς Εἰκόνας τῆς Θεοτόκου. Μέχρι σήμερα ἔχουν ἐντοπιστεῖ καί οἱ άλλες πέντε εἰκόνες καὶ ἀναμένονται πίσω στὸν φυσικό τους χῶρο.
Τὸ 2008 μετὰ ἀπὸ 100 καὶ πλέον χρόνια ἐγκατάλειψης καὶ ἐρήμωσης μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Μακαριστοῦ Μητροπολίτου πρ. Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσάλων κυροῦ Κυρίλλου Β΄, ἐγκαταστάθηκε εὐάριθμη ἀδελφότητα ἀποτελούμενη ἀπὸ νέους μορφωμένους κληρικούς, ἡ ὁποία κάτω ἀπὸ ἀντίξοες συνθῆκες ἔκανε κατοικήσιμους καὶ λειτουργικοὺς τοὺς χώρους καὶ ἔχει ἀναλάβει τὸ ἔργο τῆς ἀνασυγκρότησής της, τόσο κτηριακά ὅσο καὶ πνευματικὰ, λειτουργώντας ὡς κοινόβιο, ὑπὸ τὴν ἡγουμενία τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου κ. Θεοκλήτου καὶ τῶν Μοναχῶν. Ἡ Ἀδελφότητα συνεχίζει ἀπρόσκοπτη τὸ ἔργο τῆς αἰνώντας καὶ δοξολογώντας τὸν Θεό, συμβάλλοντας στὴν κάλυψη τῶν Λειτουργικῶν ἀναγκῶν τόσο τῶν ὀρεινῶν ἐνοριῶν, ὅσο καὶ γενικότερα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως μὲ τὴν εὐλογία καὶ πατρικὴ μέριμνα τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. κ. Τιμοθέου.
Εικόνες