π. Βαρνάβας Γιάγκου, ΖΩΗ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ: Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
ΖΩΗ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ:
Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
Βρισκόμαστε σήμερα όλοι εδώ, εξαιτίας της αγωνιώδους μέριμνας του επισκόπου σας για ένα σοβαρό θέμα, που αγγίζει και απασχολεί όλη την κοινωνία μας. Είναι το γνωστό θέμα για το νομοσχέδιο «περί του γάμου των ομοφυλόφιλων και της τεκνοθεσίας». Ας δούμε ποια είναι η θέση μας και η ευθύνη μας ως μελών της Εκκλησίας και ως πολιτών της κοινωνίας.
Στην Προς Διόγνητον επιστολή, που αν και γράφτηκε στα μέσα του 2ου αιώνα έχει διαχρονική αξία, διαβάζουμε για τη θέση του χριστιανού μέσα στον κόσμο: «Οι χριστιανοί ζουν στη γη, αλλά συμπεριφέρονται σαν να μένουν στον ουρανό. Πείθονται και υπακούουν στους καθορισμένους νόμους, αλλά με την ενάρετη ζωή τους νικούν τους νόμους. Όλους ανεξαιρέτως τους αγαπούν και σχεδόν από όλους διώκονται. Αγνοούνται και κατακρίνονται. Θανατώνονται και ζωοποιούνται. Ατιμάζονται αλλά μέσα στις ατιμίες δοξάζονται. Ενώ κακοπαθούν, χαίρονται σαν να παίρνουν ζωή. Καταδιώκονται και την αιτία του μίσους εναντίον τους δεν μπορούν να την εξηγήσουν ούτε οι ίδιοι οι διώκτες τους. Για να το πούμε με απλά λόγια, ό,τι είναι η ψυχή στο σώμα, το ίδιο είναι οι χριστιανοί μέσα στον κόσμο. Η σάρκα μισεί την ψυχή και την καταπολεμάει, ενώ δεν αδικείται από αυτήν, μόνο και μόνο επειδή εμποδίζεται από την ψυχή να απολαμβάνει τις ηδονές. Έτσι και ο κόσμος μισεί τους χριστιανούς, χωρίς να αδικείται από αυτούς, αλλά μόνο και μόνο επειδή αντιτάσσονται στις ηδονές. Η ψυχή όμως αγαπά τη σάρκα και τα μέλη που την μισούν».
Η αιτία κάθε κρίσης δεν είναι οικονομική, οικολογική, κοινωνική, αλλά οντολογική· αυτή είναι η σοβαρότερη κρίση που περνά ο κόσμος. Διότι το κυρίαρχο ερώτημα κάθε ανθρώπου είναι: «ποιος είμαι; από πού έρχομαι και πού πάω;». Όταν αυτό το ερώτημα μένει αναπάντητο, ο κάθε άνθρωπος, η κοινωνία ολόκληρη, ο κόσμος όλος βαδίζει στα τυφλά, γκρεμίζεται και υποφέρει. Στο θέμα που μας απασχολεί, είναι ουσιώδες να απαντηθούν τα υπαρξιακά μας ερωτήματα και να τους δώσουμε το πραγματικό τους περιεχόμενο. Τι είναι λοιπόν ο άνθρωπος; Τι είναι η ζωή; Ποιος είναι η αλήθεια; Τι σημαίνει αγάπη και σχέση; Τι είναι άντρας και τι είναι γυναίκα;
Σήμερα έχει χαθεί κάθε υπαρξιακός προσανατολισμός. Το σύστημα του κόσμου προσπαθεί να αποπροσανατολίσει τον άνθρωπο από τις πνευματικές του αναζητήσεις και να του προβάλει ως μοναδικό λόγο ύπαρξης τις παντοειδείς επιθυμίες του, τις οποίες δικαιούται να ικανοποιήσει. Ο Αββάς Δωρόθεος λέει πως «όταν η επιθυμία του ανθρώπου ενωθεί με το δικαίωμα, τότε ο άνθρωπος γίνεται επικίνδυνος. Και όταν τα δικαιώματα των ανθρώπων συγκρούονται, τότε οπωσδήποτε θα οδηγήσουν στη βία».
Αποξενωμένος ο άνθρωπος από τις αιώνιες αξίες και σταθερές, μέσα στην άγνοιά του, τον υπαρξιακό του μετεωρισμό και το κενό στο οποίο βρίσκεται, έμεινε χωρίς αντιστάσεις και χωρίς όρια στις επιθυμίες και τα δικαιώματά του. Από πρόσωπο κατέληξε βιολογική μονάδα, εύκολα ελεγχόμενη και διαχειρίσιμη. Άνθρωπος όμως που δεν έχει επίγνωση και δεν βάζει όρια είναι καταστροφικός και για τον εαυτό του αλλά και γενικά για την ομορφιά της ζωής.
Το κοσμικό σύστημα φοβάται τον σκεπτόμενο άνθρωπο, αυτόν που έχει αξίες και λόγο ζωής και ύπαρξης. Θέλει έναν απρόσωπο κόσμο και μιαν άβουλη μάζα, υποταγμένη σε κάθε πρόταση που του προσφέρεται με έντεχνα επικοινωνιακά τεχνάσματα.
Αν δούμε την ιστορία, θα διαπιστώσουμε ότι η κοινωνία πάντοτε προηγείται και των ατόμων και των τάξεων και του κράτους και των κυβερνήσεων. Προέρχεται και υπόκειται σε αιώνιους φυσικούς νόμους. Δεν είναι κάποιο τεχνητό προϊόν συμβολαίου, αλλά φυσικό δεδομένο, διότι υπάρχουν απαράβατοι και αμετάβλητοι νόμοι, στους οποίους στηρίζεται. Ένας εξ αυτών, που είναι θεμελιώδης και δεν επιδέχεται αναθεώρηση, είναι ότι η κοινωνία αποτελείται από το σύνολο των οίκων-οικογενειών. Η οικογένεια είναι η βασική μονάδα, μια μικρογραφία της πολιτικής κοινωνίας. Κανείς δεν γεννήθηκε μόνος του· κάθε άνθρωπος είναι καρπός ενός ζεύγους και από αυτή τη σύμπραξη γεννήθηκε η κοινωνία.
Όταν οι άνθρωποι, κατά μόνας ή κατά παρέες, αποφαίνονται κάθε φορά για το τι είναι ηθικό και τι δεν είναι, τότε οδηγούμαστε είτε στη ζούγκλα του ατομικού ορισμού είτε στη δικτατορία της πλειοψηφίας. Η απόλυτη αυτάρκεια του αυτόνομου ανθρώπου και η αποδέσμευσή του από κάθε αυθεντική ερμηνεία οδηγεί σε ένα απρόσωπο δίκαιο με γενική ισχύ. Οι άνθρωποι χάνουν έτσι κάθε προστασία από ένα αντικειμενικό σύστημα ηθικής. Ως απομονωμένα άτομα, είναι εξαρτημένα από την κρατική ή την τηλεοπτική ηθική, υπακούουν σε μια ασύδοτη εξουσία, που δεν δίνει λόγο σε κανένα. Όμως, το δίκαιο δεν κατασκευάζεται. Είναι συστατικό στοιχείο μιας αιώνιας τάξης, θείας, φυσικής και αμετάβλητης.
Οι νόμοι είναι οι αναγκαίες σχέσεις που απορρέουν από τη φύση των πραγμάτων. Εκφράζουν την πραγματική γενική βούληση των ανθρώπων και όχι τη διεφθαρμένη ιδιωτική τους βούληση. Δεν μπορεί να υπάρχει μια εκ του μηδενός «ηθική» που την καθορίζουν τα ατομικά πάθη. Η πολιτική οφείλει να εκπληρώνει μια ηθική αποστολή. Η αντίληψη που θεωρεί την ηθική ιδιωτική υπόθεση μοιάζει δήθεν φιλελεύθερη, αλλά στην πραγματικότητα οδηγεί στην απολυταρχία. Διαλύει την κοινωνία, διότι γκρεμίζει το ηθικό της θεμέλιο και ανοίγει το δρόμο για μια ζούγκλα, όπου εξουσιάζει ο ισχυρότερος και ο πλουσιότερος.
Η αποδέσμευση από τα αρχέτυπα του πατρικού και μητρικού προσώπου καθώς και η υπαγωγή ακόμη και των παιδιών στη διάθεση της εξουσίας του κράτους συνιστούν την αρχή ενός σκοτεινού δεσποτισμού. Η ισότητα σε βάρος της φύσης, υπό την επίφαση της ανθρωπιάς και της αγαθοεργίας, μας ξεριζώνει από τη φυσική οικογένεια, την οποία δικαιούμαστε. Αυτή η ύβρις δεν ελαφρύνεται ούτε εν ονόματι δήθεν της αγάπης. Ο ατομικός λόγος πρέπει να υποτάσσεται στο συλλογικό λόγο, έτσι όπως τον έχει διαμορφώσει η παράδοση ή όπως τον έχει ανανεώσει με τρόπο συνοδικό. Οι άνθρωποι μπορεί να κάνουν αυτό που θέλουν, αλλά δεν έχουν τη δύναμη να διαταράξουν τα γενικά θεία σχέδια. Ακόμη και οι εκτροπές που νομοθετούνται από ιδιοτελείς ή σκοτισμένους συντελεστές, όλα εντέλει με την πρόνοια του Θεού θα διευθετηθούν στην αιώνια τάξη, αφού οι θεσμοί του φυσικού δικαίου είναι αθάνατοι και όχι έργο θνητών ανθρώπων.
Η συγκεκριμένη νομοθεσία που μας απασχολεί, ακυρώνει συγκεκριμένες πολιτιστικές σταθερές. Ζούμε μια πρωτοφανή στα χρονικά επίδραση του διεθνούς λόμπι ΛΟΑΤΚΙ στις κυβερνήσεις. Αν και από ένα κίνημα δεν προσδοκάει κανείς να βλέπει μακριά, από την κυβέρνηση όμως έχουμε την αξίωση να νομοθετεί με νηφαλιότητα, διόραση και νοιάξιμο για τις επόμενες γενιές. Όταν πρόκειται για θέματα που ανατρέπουν πολιτισμικές και ηθικές σταθερές, δεν μπορεί να συμπεριφέρεται όπως σε νομοσχέδια που αφορούν καθημερινά ζητήματα. Θα πρέπει να θέσει το νομοσχέδιο για υπεύθυνη και σοβαρή διαβούλευση στην επιστημονική κοινότητα που ασχολείται με τα παιδιά. Δεν το κάνει όμως, διότι υπέκυψε στη στυγνή λογική του δικαιώματος, πριν ακόμη ρυθμιστούν νομοθετικά ζητήματα που αναφέρονται σε παιδιά που ήδη είχαν υιοθετηθεί από ομοφυλόφιλους. Παρότι κυκλοφόρησαν μελέτες που υποστηρίζουν ότι δεν δημιουργήθηκαν προβλήματα σε παιδιά που μεγάλωσαν σε ομοφυλόφιλα ζευγάρια, σοβαρή εξέταση από ειδικούς διαπίστωσε ότι υπήρξαν σοβαρά μεθοδολογικά κενά. Οι περισσότερες σχετικές δημοσιεύσεις έγιναν πριν από 15-20 χρόνια και με ελλιπή διάρκεια παρατήρησης. Πέραν τούτου, η πλειονότητα των ερευνητών ήταν ομοφυλόφιλοι και επομένως προκατειλημμένοι. Κι ενώ αυτά τα δεδομένα ήταν γνωστά από παλιά, κυκλοφόρησαν σε όλες ανεξαιρέτως τις ιστοσελίδες και τις εφημερίδες την παραμονή της συζήτησης στο υπουργικό συμβούλιο. Είναι ξεκάθαρο ότι πρόκειται για προπαγάνδα.
Παρατηρείται μια περίεργη σπουδή και βιασύνη, μαζί με ένα τεράστιο ενδιαφέρον εκ μέρους της κυβέρνησης για το ψήφισμα αυτού του νομοσχεδίου. Η φωνή της Εκκλησίας περιφρονείται, χλευάζεται και κατηγορείται, παρότι είναι η φωνή της καθαρής λογικής που απέμεινε μέσα στη γενική σύγχυση του κόσμου. Ασφαλώς και δεν είναι ο ρόλος της Εκκλησίας να νομοθετεί, όμως έχει όλο το δικαίωμα να εκφράζει και να υποστηρίζει την άποψή της. Βλέπουμε όμως ότι τόσο ο λόγος όσο και το δικαίωμα του λόγου της Εκκλησίας ενοχοποιείται πολύ εύκολα. Η Εκκλησία οπωσδήποτε δεν είναι «εκ του κόσμου τούτου», αλλά απαντά στον κόσμο και του δίνει μια πρόταση ζωής που αφορά τον όλον άνθρωπο. Λένε ότι σέβονται την Εκκλησία και τη γνώμη της, αλλά η λέξη σεβασμός μένει άδεια από περιεχόμενο, τη στιγμή που σε τόσο σοβαρά θέματα στα οποία εμπλέκονται και μικρά παιδιά, δεν γίνεται σοβαρός διάλογος για να δοθούν οι ανάλογες απαντήσεις.
Μια κοινωνία από την οποία απουσιάζει η ενσυναίσθηση και η οποία δεν προσεγγίζει με δέος τον ψυχισμό των παιδιών, παρά τα βλέπει ως νομικές εκκρεμότητες που πρέπει γρήγορα-γρήγορα να τακτοποιηθούν, πρέπει να μας τρομάζει.
Η νομοθεσία αποβλέπει στην καταστατική απουσία της μητρότητας και της πατρότητας. Επιχειρείται ανατροπή της φύσης. Αυτό που δεν το επιτρέπει η φύση –την τεκνοποίηση των ομοφυλόφιλων- έρχονται να το επιβάλλουν οι νομοθεσίες, επειδή το απαιτούν οι δικαιωματιστές. Όποιος όμως στρέφεται ενάντια στη φύση, το μόνο σίγουρο είναι ότι θα τον εκδικηθεί και οι συνέπειες θα είναι πολύ δυσάρεστες. Συνιστά πνευματικό αμάρτημα η τοποθέτηση του εγώ και της επιθυμίας μας πάνω από τη φύση, έστω κι αν το ντύνουμε με το ένδυμα της αγάπης. Στην ουσία, εκείνο που θέλουμε είναι να πάρουμε τη θέση του Θεού και να ρυθμίσουμε τα πράγματα αυτόνομα, έχοντας ως κέντρο το εγωκεντρικό και ατομικό μας θέλημα.
Δεν δικαιώνεται ούτε είναι υγιής κάθε είδους αγάπη. Τα παιδιά δεν υπάρχουν για να ικανοποιούν τις ανάγκες και τις επιθυμίες των ομοφυλόφιλων. Πρέπει να προστατεύονται όχι μόνο νομικά, κοινωνικά, σωματικά, αλλά κυρίως ψυχικά. Η ζωή τους αποκτά νόημα, όταν έχουν χαρά και ψυχική ισορροπία. Ο όρος «γάμος των ομοφυλόφιλων» σηματοδοτεί νοηματικά νέα πολιτισμική κατεύθυνση που ανατρέπει πορεία και ιστορία αιώνων.
Ζούμε σε μια εποχή με πρωτοφανή ρευστότητα. Ποιο είναι το όριο, ποιο είναι το μέτρο, όταν ανατρέπεται η φύση και οι ηθικές σταθερές; Ο κόσμος μας οδηγείται σε υπαρξιακό αδιέξοδο. Με τη λογική αυτής της νομοθεσίας, γιατί να μην παντρεύονται αδέρφια ή μάνα με γιο ή πατέρας με κόρη; Γιατί να μην υπάρχει πολυσυντροφικός γάμος; Γιατί να μην παντρεύονται άνθρωποι με ζώα ή πράγματα; Εφόσον εισάγεται το κοινωνικό φύλο, γιατί να μην υπάρξουν αμέτρητα φύλα; Όταν ο άνθρωπος προσβάλλει τη φύση, χάνεται κάθε όριο και κάθε λογική.
Μέσα από άλλα νομικά παράθυρα θα υπάρξει στη συνέχεια και τεκνοθεσία μέσω παρένθετης μητέρας, που είναι ένα κεκαλυμμένο σύγχρονο σωματεμπόριο. Θα αγοράζουμε μήτρες και σώματα, για να ικανοποιούμε κάθε ανεξέλεγκτο στόχο μας. Η γυναίκα πλέον γίνεται μια κλωσσομηχανή.
Ο τυφλός δικαιωματισμός «εξαγιάζει» κάθε επιθυμία του σύγχρονου ανθρώπου, έξω από κάθε οντολογική βάση, έξω από κάθε ηθική. Εφόσον το θέλει, το κάνει. Εφόσον το επιθυμεί, το γεύεται. Χωρίς νόημα και αξίες, αυτομάτως χάνονται και τα όρια. Πίσω από την οικολογική καταστροφή λόγω κατάχρησης της κτίσης βρίσκεται η ίδια πνευματική αιτία. Καταστρέψαμε την κτίση με τον εγωκεντρισμό μας, τώρα καταστρέφουμε και τις ίδιες τις ζωές μας. Επιβεβαιώνουμε το λόγο του Ντοστογιέφσκι ότι «χωρίς Θεό όλα επιτρέπονται». Χωρίς Θεό όμως όλα οδηγούν σε αδιέξοδα. Η ελευθερία, όσο είναι πολύτιμη, τόσο μπορεί να γίνει και καταστροφική, όταν στρέφεται εναντίον του «είναι», της ζωής, της φύσης. Δικαιώματα χωρίς όρια οδηγούν στην καταστροφή της κοινωνίας.
Η Εκκλησία δίνει τη μαρτυρία της χωρίς ιδιοτέλεια, με πόνο για τα παιδιά της, για τον κόσμο ολόκληρο. Έχει ευθύνη εάν δεν το κάνει, διότι προσβάλλει την αποστολή της. Παιδιά της είναι όσοι συμφωνούν μαζί της, αλλά και όσοι ζουν μέσα στην πλάνη του υπαρξιακού τους αυτισμού καθώς απολυτοποιούν το δικαίωμά τους.
Όλα αυτά συνιστούν την πτώση μας, διότι αυτονομηθήκαμε από τον Θεό. Θέλουμε ζωή χωρίς κόπο, χωρίς πόνο, χωρίς υπομονή, χωρίς σταυρό. Χωρίς αυτά όμως δεν μπορούμε ούτε να αγαπάμε ούτε να σχετιζόμαστε. Η αγάπη είναι τέχνη και εμείς την καταντήσαμε τεχνική. Η αγάπη είναι καρπός της γνώσης που τη γεννά ο πόνος και όχι νομική κατοχύρωση.
Στον αντίποδα αυτής μας της εκτροπής βρίσκεται η αιώνια πρόταση της αγάπης του Θεού, που ενεργείται μέσα στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. Η Εκκλησία προτείνει τη σχέση που σέβεται τη φύση και έχει πρόσωπο, την πραγματική ένωση και αγάπη που γεννά ζωή και ελευθερία.
Η δυαδικότητα των δύο φύλων και η συμπληρωματικότητά τους δεν αποτελούν κοινωνικές επινοήσεις ρόλων, αλλά προέρχονται απευθείας από τον Θεό. Η ιερότητα του γάμου, η ένωση του άνδρα με τη γυναίκα, ομοιάζει με τη σχέση του Χριστού με την Εκκλησία. Ο χριστιανικός γάμος δεν είναι απλή ένωση. Πρόκειται για μυστήριο, στο οποίο παρέχεται η χάρη του Θεού στη σχέση κοινωνίας άνδρα και γυναίκας, με τελικό στόχο τον αγιασμό τους. Ο πατέρας και η μητέρα είναι αρχέτυπα της παιδικής αλλά και της ενήλικης ζωής κάθε ανθρώπου. Το ετερόφυλο ζευγάρι είναι φορέας της αναπαραγωγικής ικανότητας και αποτελεί το κατάλληλο περιβάλλον για την ανατροφή των παιδιών. Το ομόφυλο ζευγάρι όμως δεν έχει τη δυνατότητα απόκτησης παιδιών ούτε ανάλογης μεταχείρισής τους.
Προοπτική του γάμου είναι η βασιλεία του Θεού. Οδηγός και δείκτης αυτής της πορείας είναι ο λόγος του Κυρίου μας, ο ευαγγελικός λόγος. Πυρήνας του λόγου Του είναι ο Σταυρός. Χωρίς σταυρούς και θυσίες δεν υπάρχει αγάπη. Χωρίς σταυρό δεν υπάρχει έξοδος από τον εαυτό μας και συνάντηση του άλλου. Η αγάπη προϋποθέτει την αλήθεια και η αλήθεια αποκτά νόημα από την αγάπη. Η ναρκισσιστική αγάπη ζητά τα εαυτής χρησιμοποιώντας τον άλλο· η σταυρική αγάπη προσφέρεται ανιδιοτελώς προς τον άλλον. Η αγάπη δεν είναι ιδέα ή συναίσθημα, αλλά πρόσωπο και σχέση. Αγάπη είναι ο Θεός. Εάν δεν μπολιάζεται ο άνθρωπος στην αγάπη του Θεού, είναι ανήμπορος να σχετιστεί και ζει την απομόνωση της ατομικότητάς του. Έλεγε ο όσιος Παΐσιος: «Όσο μπορούν οι σύζυγοι να καλλιεργούν το ουράνιο δώρο της αγάπης, για να μένουν ενωμένοι πάντοτε οι δύο και να μένει μαζί τους και ο Κύριός μας, ο γλυκύτατος Χριστός μας».
Σήμερα ο άνθρωπος δημιουργεί συνήθως πολλές σχέσεις και παρ’ όλα αυτά νιώθει μόνος. Τίποτε δεν μπορεί να μας ελευθερώσει από την απομόνωση, εάν δεν βάλουμε στη ζωή μας και στις σχέσεις μας τον Χριστό. Για να μπορούμε να γευτούμε την αγάπη Του και να ελπίζουμε, χρειαζόμαστε το πνεύμα της μετανοίας. Η χαρά της αγάπης Του θα μας παιδαγωγεί, θα μας αποκαλύπτει την αλήθεια και τότε θα ανακαλύπτουμε το νόημα της ζωής.
Ο άλλος δεν είναι αντικείμενο προς χρήση ή εκμετάλλευση αλλά πρόσωπο προς κοινωνία. Όταν βρούμε την προσωπική μας αξία και εκτιμήσουμε και σεβαστούμε τον εαυτό μας, τότε θα σεβαστούμε και τον άλλο και την κτίση και τους νόμους της.
Ο άγνοια κάνει τον κόσμο να παραλογίζεται. Δεν πρόκειται απλώς για ιδεολογικές διαφορές, αλλά για διαφορά αντίληψης περί της ίδιας της ζωής. Η Εκκλησία σπλαχνίζεται τον κόσμο, δεν τον αντιπαλεύει. Ως φιλόστοργη μητέρα μαρτυρεί τη ζωή και την αλήθεια. Δεν επιβάλλεται, αλλά προσκαλεί. Δεν έχει εχθρούς, αλλά τραυματισμένα παιδιά. Ευθύνη όλων μας ως μελών της Εκκλησίας είναι να γίνουμε με το λόγο μας και κυρίως με τη ζωή μας ελπίδα και παράκληση στο ρευστό αυτό κόσμο που χάνει την κατεύθυνσή του και φτάνει στα αδιέξοδα των επιλογών του. Η Εκκλησία ξέρει να πονάει για τα παιδιά της, αλλά ξέρει και να ελπίζει και να υπομένει, διότι ζωή της είναι ο σταυρός.
Ας τελειώσουμε με αυτά τα λόγια του Οσίου Παϊσίου: «Όταν μάθουμε να υπερβαίνουμε το εγώ μας, γινόμαστε αληθινά μέλη της οικογένειάς μας. Όταν γίνουμε αληθινά μέλη της οικογένειάς μας με την υπέρβαση του εγώ μας, τότε θα γίνουμε πραγματικά μέλη της οικογένειας ολόκληρης της ανθρωπότητας και τότε θα μπορούμε να προσευχόμαστε στον Θεό υπέρ όλου του κόσμου. Αυτό όμως δεν είναι άλλο παρά η ενοίκηση του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά μας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι πίσω από τους τρεις μεγίστους Ιεράρχες της Εκκλησίας μας υπάρχουν άγιες μητέρες, άγιοι πατέρες και άγιες οικογένειες. Εάν θέλουμε να διορθωθεί ο κόσμος, ας διορθώσουμε τον εαυτό μας και τις οικογένειές μας».