Τά «χαρίσματα» καί ἡ «γλωσσολαλιά» στό χῶρο τῶν Πεντηκοστιανῶν
Ὁ Κύριος σέ μιά χαρακτηριστική παραβολή Του παρομοίασε τόν κόσμο μέ ἀγρό, ὁ κύριος τοῦ ὁποίου ἔσπειρε σ’ αὐτόν «καλόν σπέρμα»(Ματθ. 13,24-30). Ὅμως, τήν νύκτα («ἐν τῷ καθεύδειν») μπῆκε ὁ ἀγρός καί ἔσπειρε ζιζάνια.
Τοῦ Ἱερέως Σωτηρίου Ἀθανασούλια
Ἡ μαρτυρία τῆς Βίβλου γιά τά χαρίσματα
Κύριος σέ μιά χαρακτηριστική παραβολή Του παρομοίασε τόν κόσμο μέ ἀγρό, ὁ κύριος τοῦ ὁποίου ἔσπειρε σ’ αὐτόν «καλόν σπέρμα»(Ματθ. 13,24-30). Ὅμως, τήν νύκτα («ἐν τῷ καθεύδειν») μπῆκε ὁ ἀγρός καί ἔσπειρε ζιζάνια. Τό «καλόν σπέρμα» στήν προκειμένη περίπτωση εἶναι τά γνήσια χαρίσματα, πού προέρχονται ἀπό τόν Χριστό, ἐνῶ τά ζιζάνια εἶναι τά κίβδηλα, πού προέρχονται ἀπό τόν διάβολο. Χαρακτηριστικό τῶν ζιζανίων εἶναι ὅτι μοιάζουν πολύ μέ τόν καλό σῖτο∙ μόνο στόν καιρό τῆς καρποφορίας καί τοῦ θερισμοῦ διακρίνεται σαφῶς ὁ σῖτος ἀπό τά ζιζάνια. Δίπλα, λοιπόν, σέ κάθε γνήσιο πνευματικό χάρισμα ὑπάρχει ἕνα δαιμονικό κακέκτυπό του, πού σκοπό ἔχει νά καταστήσει τόν δῆθεν χαρισματοῦχο ὑπόδουλο τοῦ «ἐχθροῦ». Ἔτσι, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος κάνει λόγο γιά τήν ἐμφάνιση «ψευδοχρίστων» καί «ψευδοπροφητῶν» (Ματθ. 24,24), πού νομίζουν ὅτι προφητεύουν μέ τό Ἄγιο Πνεῦμα, ἐνῶ ὁμιλοῦν μέ δαιμονική ἔμπνευση. Κάνει, ἐπίσης, λόγο γιά κάποιους, πού ἐπιτελοῦν «σημεῖα μεγάλα καί τέρατα», μέ κίνδυνο νά πλανήσουν ἀκόμη καί τούς «ἐκλεκτούς»(Ματθ.24,24). Ὅλοι αὐτοί οἱ πλανημένοι ψευδοχαρισματοῦχοι θά πολλαπλασιάζονται, ὅσο πλησιάζουν τά ἔσχατα, τό τέλος τοῦ κόσμου. Ὁ ἀπ. Παῦλος ἐπισημαίνει ὅτι «ὁ Σατανᾶς μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός» καί «οἱ διάκονοι αὐτοῦ μετασχηματίζονται ὡς διάκονοι δικαιοσύνης»(Β΄Κορ. 11,14-15). Στούς βίους τῶν Ἁγίων συναντᾶμε πάμπολλες περιπτώσεις, πού ὁ Σατανᾶς ἐμφανίζεται ὡς φῶς ἤ παίρνει τίς μορφές τῶν Ἁγίων,τῆς Θεοτόκου, ἀκόμη καί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δηλ. μιμεῖται ὅλα, ὅσα ἐπιτελεῖ ὁ Θεός γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου. Δέν εἶναι, λοιπόν, καθόλου δύσκολο νά μιμεῖται καί τά πνευματικά χαρίσματα.
Στήν Ἁγία Γραφή, ὅμως, γίνεται λόγος καί γιά τά γνήσια πνευματικά χαρίσματα. Ὁ ἀπ. Παῦλος, μέ ἀφορμή κάποιες παρανοήσεις μεταξύ τῶν χαρισματούχων τῆς Κορίνθου, ἀφιερώνει τρία ὁλόκληρα κεφάλαια τῆς Α΄πρός Κορινθίους ἐπιστολῆς του στό ζήτημα τῶν χαρισμάτων (12,13,14). Ἄς παρακολουθήσουμε τή σκέψη του, διευκρινίζοντας προκαταβολικά ὅτι τά πνευματικά χαρίσματα, ὅπως τά περιγραφόμενα στήν παραπάνω ἐπιστολή, διακρίνονται σαφῶς ἀπό τά φυσικά χαρίσματα, ὅπως τά ὑπονοούμενα ὑπό τοῦ Κυρίου στήν παραβολή τῶν ταλάντων (Ματθ.25,14-30). Βέβαια, καί οἱ δύο κατηγορίες χαρισμάτων ἀποτελοῦν δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος∙ ὅμως τά μέν φυσικά χαρίσματα διανέμονται σέ κάθε ἄνθρωπο γενικά καί ἐξ ἀρχῆς, ἐνῶ τά πνευματικά χορηγοῦνται ἐκ τῶν ὑστέρων, συνήθως μετά ἀπό ἐπίπονη προσωπική προσπάθεια, καί μόνο σέ βαπτισμένους Χριστιανούς - μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Τό νά διαθέτει κάποιος εὐστροφία ἤ εὐγλωτία ἤ σωματική δύναμη εἶναι φυσικό χάρισμα, πού ὀφείλει νά τό ἀξιοποιήσει σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου. Τό νά θεραπεύει, ὅμως, ἀνίατες ἀσθένειες μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, εἶναι πνευματικό χάρισμα («χάρισμα ἰαμάτων»), πού συναντᾶται κατά κανόνα σέ Ἁγίους. Ἐπιστρέφοντας στή σκέψη τοῦ Παύλου, παρατηροῦμε ὅτι ὁ Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ διευκρινίζει κατ’ἀρχήν ὅτι τά πνευματικά χαρίσματα εἶναι πολλά, ὑπάρχουν δηλαδή «διαιρέσεις χαρισμάτων»(Α΄Κορ.12,4)∙ ὅλα, ὅμως, τά «ἐνεργεῖ τό ἕν καί τό αὐτό Πνεῦμα», τό Ὁποῖο τά διανέμει «καθώς βούλεται», ὄπως Ἐκεῖνο θέλει (12,21). Ἡ κατανομή τῶν χαρισμάτων παραλληλίζεται μέ τή λειτουργία τῶν μελῶν στό ἀνθρώπινο σῶμα:ὅπως ἕνα σῶμα δέν μπορεῖ νά ἔχει μόνο χέρια ἤ μόνο πόδια, ἔτσι καί στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία, δέν ὑπάρχει ἕνα μόνο χάρισμα, ἀλλά πολλά (12,22-27). Χωρίς χαρίσματα δέν συγκροτεῖται τό Σῶμα. Αὐτό σημαίνει ὅτι τά χαρίσματα δέν χορηγοῦνται χάριν τοῦ κατόχου τους, ἀλλά γιά τήν οἰκοδομή τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἤ, πιό ἁπλᾶ, γιά τήν ὠφέλεια τῶν πολλῶν, ὅσων δέν διαθέτουν τέτοια χαρίσματα, τούς ὁποίους ὁ Ἀπόστολος ἀποκαλεῖ «’ιδιῶτας»(14,16). Γι’ἀυτό ὁ Κύριος ἐπεσήμανε ὅτι ὑπάρχουν χαρισματοῦχοι,οἱ ὁποῖοι,τελικά, δέ θά εἰσέλθουν στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Ματθ, 7,22-23), προφανῶς,ἐπειδή τούς δόθηκαν τά χαρίσματα μόνο καί μόνο γιά τήν ὠφέλεια τῶν ἄλλων. Ἀλλά καί ὁ ἀπ. Παῦλος τονίζει ὅτι πάνω ἀπό τά χαρίσματα εἶναι ἡ ἀνιδιοτελής χριστιανική ἀγάπη (13,1-8). Τά χαρίσματα εἶναι προσωρινά καί κάποτε θά καταργηθοῦν, ἡ ἀγάπη, ὅμως «οὐδέποτε ἐκπίπτει»(13,8).
Ποιά εἶναι ὅμως τά πνευματικά χαρίσματα; Ὁ ἀπ. Παῦλος ἀπαριθμεῖ ἀρκετά, ὅπως«προφητεία», «λόγοςσοφίας», «λόγοςγνώσεως», «πίστις», «δυνάμεις», «χαρίσματα ἰαμάτων», «ἀντιλήψεις», «κυβερνήσεις», «διακρίσεις πνευμάτων», «ἑρμηνεία γλωσσῶν»,«γένη γλωσσῶν», ἤ «γλῶσσαι» (12, 8-10 , 12,28». Προχωρώντας ὁ Ἀπόστολος τονίζει, ὅτι ὅλα τά χαρίσματα δέν ἔχουν τήν ἴδια ἀξία. Ὅπως στό ἀνθρώπινο σῶμα ὑπάρχουν « ἰσχυρότερα »καί «ἀσθενέστερα» μέλη, ἔτσι ὑπάρχουν «κρείττονα»καί «ἐλάσσονα»(μεγαλύτερα καί μικρότερα) χαρίσματα (12,22, 12,31). Ἀλλοῦ παραθέτει μία ἀξιολογική κατάταξη τῶν χαρισμάτων, ἀναφέροντας χαρακτηριστικά:«Οὕς μέν ἔθετο ὁ Θεός ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν»(12,28). Παρατηροῦμε ὅτι ἐπικεφαλῆς τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων εἶναι τό ἀποστολικό χάρισμα καί ἀμέσως ἕπεται τό προφητικό, ἐνῶ τελευταῖο εἶναι τό χάρισμα τῶν γλωσσῶν(ἡ γλωσσολαλία). Ἄν τό ἀποστολικό χάρισμα ἀφορᾶ στούς Δώδεκα καί στούς Ἑβδομήκοντα μαθητές τοῦ Κυρίου, τότε ἐπικεφαλῆς τῶν χαρισμάτων εἶναι τό προφητικό χάρισμα. Ὁ ἀπ. Παῦλος παραγγέλλει σαφῶς νά ἐπιδιώκουμε τά ἀνώτερα χαρίσματα: («ζηλοῦτε τά χαρίσματα τά κρείττονα»12,31) καί μάλιστα τήν προφητεία (14,1). Ὅποιος προφητεύει, ὁπωσδήποτε ὑπερέχει ἐκείνου πού «λαλεῖ γλώσσαις»(14,5).
Τά «κρείττονα χαρίσματα» καί ἡ ἐμμονή στή «γλωσσολαλία»
Παρά τίς σαφέστατες αὐτές διευκρινήσεις τοῦ ἀπ. Παύλου, οἱ Πεντηκοστιανοί καί πολλοί ἄλλοι «χαρισματικοί»τῶν ἡμερῶν μας διακατέχονται ἀπό μία ἐμμονή στό χάρισμα τῆς γλωσσολαλίας, στό κατώτερο ἀπό τά πνευματικά χαρίσματα. Τί ἦταν ,ὅμως, ἡ γλωσσολαλία; Πρέπει στό σημεῖο αὐτό νά ἐπισημανθεῖ ὅτι ὁλόκληρο τό κείμενο τοῦ ἀπ. Παύλου γιά τά χαρίσματα (τά κεφ. 12, 13 καί 14 τῆς Α΄πρός Κορινθίους ἐπιστολῆς) παρουσιάζει πολλά ἑρμηνευτικά προβλήματα, ἐπειδή προφανῶς, γιά νά κατανοήσει κάποιος τί ἀκριβῶς ἐννοεῖ ὁ ἀπ. Παῦλος, πρέπει νά ἔχει ἀνάλογες ἐμπειρίες, δηλ. νά εἶναι ὁ ἴδιος φορέας τῶν ἰδίων ἀκριβῶς χαρισμάτων, γιά τά ὁποῖα ὁμιλεῖ ὁ Ἀπόστολος. Ἄν δέν εἶναι φορέας τέτοιων χαρισμάτων, καί πολύ περισσότερο, ἄν ἔχει πλανηθεῖ μέ δαιμονικές ἐμπειρίες, ὁδηγεῖται σέ κραυγαλαῖες ἀντιφάσεις καί σέ παράδοξες ἑρμηνεῖες τῶν κειμένων.Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐπισημαίνει αὐτά τά προβλήματα καί ὁ ἴδιος ἐπαναλαμβάνει ἁπλῶς τήν ἑρμηνεία τῶν δασκάλων του στήν Ἀντιόχεια, σύμφωνα μέ τήν ὁποία γλωσσολαλία ἦταν τό χάρισμα νά ὁμιλεῖ κάποιος ξένες γλῶσσες. Τό χάρισμα αὐτό ἦταν προσωρινό, γιά νά διαδοθεῖ ἡ νέα πίστη, καί πολύ νωρίς ἔπαψε νά ὑπάρχει.
Ὅμως ἄλλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δίνουν μιά διαφορετική ἑρμηνεία, ἐπισημαίνοντας κάποια χωρία, τά ὁποῖα δέν πρόσεξαν οἱ σύγχρονοι Πεντηκοστιανοί. Γιά παράδειγμα, λέει σαφῶς ὁ ἀπ. Παῦλος ὅτι, ὅταν κάποιος γλωσσολαλεῖ,«οὐδείς ἀκούει»(14,2). Ἡ γλωσσολαλία δηλαδή εἶναι κάτι ἐσωτερικό, δέ ἔχει ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις καί δέν ἐκφράζεται οὔτε μέ ἀνθρώπινες γλῶσσες, οὔτε μέ παράδοξους ἤχους ἤ μέ κραυγές. «Ὁ λαλῶν γλώσσῃ» δέν ἀπευθύνεται στούς ἀνθρώπους ἀλλά στό Θεό, καί «πνεύματι λαλεῖ τά μυστήρια»(14,2). Ὁ ἅγιος Νικήτας Στηθάτος (1014-1090) καί παλαιότερα ὁ Ὡριγένης (185-254) κ.ἄ. δέχονται ὅτι πρόκειται γιά ἕνα εἶδος ἐσωτερικῆς προσευχῆς («νοερά προσευχή», πρβλ. τίς ἐκφράσεις «γλώσσῃ προσευχέσθω», «προσεύχομαι γλώσσῃ», 14,13-14) ἡ ὁποία γίνεται μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγ. Πνεύματος «ἐν τῇ καρδίᾳ» τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἡ λεγόμενη «νοερά προσευχή» (εἶδος προσευχῆς, πού γίνεται διά τοῦ Ἁγ.Πνεύματος «ἐν τῇ καρδίᾳ»), ὅπως συστηματοποιήθηκε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση καί ἔχει καταγραφεῖ στά ἔργα τῶν Πατέρων καί στή Φιλοκαλία, εἶναι μία κατάσταση ἤδη γνωστή στόν ἀπ. Παῦλο καί στούς συγγραφεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἀναφέρει, γιά παράδειγμα, ὁ Ἀπόστολος, ὅτι ὁ Θεός ἐξαπέστειλε τό Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ «εἰς τάς καρδίας ἡμῶν», τό Ὁποῖο κράζει «ἀββᾶ ὁ Πατήρ»(Γαλ.4,6). Αὐτό τό Πνεῦμα προσεύχεται συνεχῶς («ὑπερεντυγχάνει») γιά μᾶς μέ ἀλαλήτους στεναγμούς (Ρωμ. 8,26). Ἀλλοῦ προτρέπει τούς πιστούς, λέγοντας: «Πληροῦσθε ἐν Πνεύματι, λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καί ὕμνοις καί ὠδαῖς πανευματικαῖς, ἅδοντες καί ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ»(Ἐφ. 5,19). Οἱ ψαλμοί αὐτοί, οἱ ὕμνοι καί οἱ πνευματικές ὠδές, πού λαλοῦνται ἤ ἅδονται ἤ ψάλλονται «ἐν τῇ καρδίᾳ» καί «ἐν Πνεύματι»,ταυτίζονται μέ τίς γλῶσσες ἤ μέ τά «γένη γλωσσῶν»,γιά τά ὁποῖα ὁμιλεῖ ἐδῶ ὁ ἀπ. Παῦλος. Εἶναι φανερό ὅτι ἡ κατάσταση αὐτή δέν ταυτίζεται μέ τή «γλωσσολαλία» τῶν Ἀποστόλων μετά τό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς, ὅπου οἱ Ἀπόστολοι μιλοῦσαν σέ μία γλῶσσα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα μετέφερε τά λεγόμενά τους στή γλῶσσα καθενός ἀπό τούς ἀκροατέςς(Πράξ. 2,1-13).
Μέ βάση αὐτή τήν Πατερική ἑρμηνεία διαφωτίζονται πολλά ἄλλα σκοτεινά σημεῖα τοῦ κειμένου. Λέει π.χ. ὁ ἀπ. Παῦλος ὅτι ὑπάρχουν πολλά «γένη φωνῶν» στόν κόσμο. Κανένα ὅμως δέν εἶναι «ἄφωνον»(14,10), ἐννοεῖται ὅπως στήν προκειμένη περίπτωση οἱ «γλῶσσες». Ἄν ἡ σάλπιγκα δώσει φωνή, πού δέν ἀκούγεται («ἄδηλον φωνήν»), τότε ποιός θά ἑτοιμασθεῖ γιά πόλεμο;(14,8). Ἡ φωνή πού βγαίνει ἀπό ἄφωνα («ἄψυχα») ὄργανα, εἴτε εἶναι αὐλός, εἴτε κιθάρα, πῶς θά γίνει γνωστή στούς ἀκροατές της;(14,7). Ἄν μποῦν στήν Ἐκκλησία «ἰδιῶται ἤ ἄπιστοι», ὅταν ὅλοι «γλώσσαις λαλῶσιν», φυσικά θά νομίσουν ὅτι πρόκειται γιά παράφρονες(14,23), ὄχι ἐπειδή λένε ἀκατανόητες φράσεις, ὅπως νομίζουν οἱ σύγχρονοι αἱρετικοί, ἀλλά, ἐπειδή ὅλοι μένουν σιωπηλοί καί δέν ἐπικοινωνοῦν καθόλου μεταξύ τους. Ἄλλωστε, μία σύναξη, στήν ὁποία ὅλοι βγάζουν κραυγές καί μιλοῦν ἀκατανόητες γλῶσσες, μοιάζει μέ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἤ μέ συγκέντρωση δαιμονιζομένων; Ἀλλά καί ὁ «ἰδιώτης», αὐτός πού δέν ἔχει πνευματικά χαρίσματα, δέν γνωρίζει ποῦ τελειώνει ἡ προσευχή γιά νά πεῖ τό «ἀμήν»(14,10). Ὅποιος «γλώσσῃ λαλεῖ», συνιστᾶ ὁ ἀπ. Παῦλος, δέν πρέπει νά ὁμιλεῖ στήν Ἐκκλησία («σιγάτω ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ»), δηλαδή δέν πρέπει νά προσπαθεῖ νά ἐκφράσει τήν ἐσωτερική του προσευχή μέ ἀνθρώπινα λόγια, ἐκτός ἄν ἔχει τό εἰδικό χάρισμα νά «ἑρμηνεύει»(«διερμηνευτής») τήν προσευχή (14,27-28).
Ἔτσι,κατά τόν ἀπ. Παῦλο, ἡ γλωσσολαλία εἶναι μιά κατώτερη πνευματική κατάσταση, πού πρέπει νά ξεπεραστεῖ (14,5),γιατί μοιάζει μέ τή νηπιακή ἤ τήν παιδική ἡλικία τοῦ ἀνθρώπου (14,20). Ὁ πιστός πρέπει νά ἀναζητᾶ τά «κρείττονα χαρίσματα» καί μάλιστα τήν προφητεία (12,31, 14,5). Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση, σέ ἀπόλυτη συμφωνία μέ τά ἐδῶ λεγόμενα τοῦ ἀπ. Παύλου, θεωρεῖ τή νοερά προσευχή (ἄν ἡ γλωσσολαλία ταυτίζεται μέ τή νοερά προσευχή) ὡς κατάσταση πρίν ἀπό τή θεοπτία ἤ τή θέωση, δηλ. πρίν ἀπό τόν πλήρη δοξασμό τοῦ ἀνθρώπου ἐν Χριστῷ. Ὁ γλωσσολαλῶν ἀπευθύνεται μόνο στόν Θεό καί ὠφελεῖ μόνο τόν ἑαυτό του, ἐνῶ ὁ προφητεύων ὠφελεῖ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία (14,2-4).
Μέ βάση τά παραπάνω καθίσταται ἰδιαίτερα ὕποπτη καί προβληματική ἡ ἐμμονή τῶν σύγχρονων αἱρετικῶν στό χάρισμα τῆς γλωσσολαλίας εἰς βάρος τῶν «κρειττόνων χαρισμάτων» καί μάλιστα μέ τόν τρόπο πού ἐκλαμβάνεται τό παραπάνω χάρισμα. Ἀκόμη καί ἄν ἡ γλωσσολαλία ἦταν χάρισμα ὁμιλίας ξένων γλωσσῶν, τό χάρισμα αὐτό θά εἶχε δοθεῖ γιά νά γίνει κατανοητό τό Εὐαγγέλιο, καί ὄχι γιά νά γίνει ἀκατανόητο, ὅπως συμβαίνει στούς «χαρισματικούς»τῶν ἡμερῶν μας. Ποιός ὁ λόγος νά δοθεῖ ἕνα τέτοιο «χάρισμα» σέ ὅσους ὁμιλοῦν τήν ἴδια γλῶσσα; Τά γνήσια πνευματικά χαρίσματα ἔχουν λόγο καί νόημα, ὁ δέ λόγος καί τό νόημά τους εἶναι ἡ «οἰκοδομή»(πνευματική ὠφέλεια) τῶν ἄλλων καί ὄχι ἡ σύγχυσή τους. Καί ἀπ’αὐτό ἀκόμη τό ἁπλό δεδομένο καταδεικνύεται ὅτι ἡ «γλωσσολαλία» τῶν Πεντηκοστιανῶν εἶναι χαρακτηριστική περίπτωση δαιμονικῆς πλάνης.
Συμπέρασμα:Τά χαρίσματα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση μᾶς διδάσκει πώς, ὅ,τι φαίνεται ὡς πνευματικό χάρισμα, ἀπέχει πολύ ἀπό τό νά εἶναι ὄντως πνευματικό χάρισμα. Γι’αὐτό ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης συνιστᾶ νά μήν πιστεύουμε ἀδιάκριτα σέ κάθε «πνεῦμα», ἀλλά νά δοκιμάζουμε τά «πνεύματα» ἄν εἶναι ὄντως «ἐκ τοῦ Θεοῦ», γιατί «πολλοί ψευδοπροφῆται ἐξεληλύθασιν εἰς τόν κόσμον»(Α΄ Ἰω. 4,1). Εὐτυχῶς, ἔχουμε τά κριτήρια γιά νά διακρίνουμε τά γνήσια χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό τά ποικίλα φαινόμενα τῆς δαιμονικῆς πλάνης. Ἡ σύγκριση κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης μέ τό πλῆθος ἀνάλογων περιπτώσεων, πού ἔχουν καταγραφεῖ στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, θά καταδείξει τελικά, ἄν αὐτή εἶναι «ἐκ τοῦ Θεοῦ» ἤ ὄχι.
Ὁ ἀπ. Παῦλος σαφῶς ἀναφέρει, ὅπως εἴδαμε, ὅτι τά χαρίσματα δίδονται γιά τήν οἰκοδομή τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ φυσικός χῶρος,στόν ὀποῖο ἐκδηλώνονται, εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ μία καί μοναδική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, αὐτή πού ἱδρύθηκε ἀπό τόν Ἰησοῦ, πού ὐπάρχει ἀδιάκοπα μέχρι σήμερα καί πού θά ὑπάρχει ὡς τό τέλος τοῦ κόσμου. Ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία σέ νεοεμφανισθεῖσες ὁμάδες «χαρισματικῶν» δέν ἐκδηλώνονται πνευματικά χαρίσματα. Τά χαρίσματα τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ποτέ δέν ἐξέλειψαν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέχρι σήμερα. Φορεῖς τους (χαρισματοῦχοι) εἶναι οἱ Ἅγιοι, ἀφοῦ ὁ Θεός κατοικεῖ σέ καθαρές ψυχές καί ἀφοῦ ἡ κάθαρση ἀπό τά πάθη εἶναι ,κατά κανόνα, μία μακρά καί ἐπίπονη διαδικασία. Εἶναι χαρακτηριστικές οἱ περιπτώσεις γνωστῶν Ἁγίων μέ ἔκδηλα χαρίσματα προφητείας (προοράσεως), διοράσεως, ἰάσεως ἀσθενειῶν, θεόπνευστης διδασκαλίας κ.ἄ. (τά «κρείττονα χαρίσματα» τοῦ ἀπ. Παύλου).
Ὅσο γιά τούς σύγχρονους «χαρισματούχους» ἰσχύουν οἱ προειδοποιήσεις τοῦ Κυρίου: Προσέξτε τούς ψευδοπροφῆτες, πού ἔρχονται μέ ἐνδύματα προβάτων. Θά τούς ἀντιληφθεῖτε ἀπό τούς καρπούς τους. Τό καλό δένδρο κάνει καλούς καρπούς καί τό σάπιο δένδρο κάνει κακούς καρπούς. Εἶναι ἀδύνατο τό καλό δένδρο νά κάνει κακούς καρπούς καί τό σάπιο δένδρο νά κάνει καλούς καρπούς (Ματθ. 7,15-19).-