ὸ μοναστήρι Κατουσίου εἶναι ἀφιερωμένο στό «Γενέσιον τῆς Θεοτόκου». Τὸ ὄνομα Κατούσι πήρε ἀπὸ τὸ συνοικισμὸ τῆς Μεταμορφώσεως ποὺ ἀνήκει τὸ μοναστήρι καὶ ποὺ παλιὰ λεγόταν Κατούσι. Βρίσκεται παραπάνω ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἀνθηρό, πρὸς τὰ σύνορα Καρδίτσας καὶ Τρικάλων καὶ σὲ ὑψόμετρο 1200 μέτρα.
Σύμφωνα μὲ μιὰ παράδοση, κτήτορας τοῦ μοναστηριοῦ ἦταν ἔνας ἱερομόναχος ποὺ τοὺ τελείωσαν τὰ χρήματα καὶ οἱ κτίστες ἤθελαν νὰ φύγουν ἀφήνοντας τὴ δουλειὰ στὴ μέση. Τὴν τελευταία ὄμως νύχτα ἔνα μαστορόπουλο εἴδε σὲ ὄνειρο τὴν Παναγία ποὺ τοὺ ὑπέδειξε νὰ σκάψει στὸ διπλανὸ βράχο, ὅπου καὶ βρέθηκαν ὅσα χρήματα χρειάζονταν γιὰ τὴν ἀποπεράτωση.
Γιὰ τὸ χρόνο ποὺ κτίστηκε τὸ μοναστήρι, μιὰ ἐπιγραφή πάνω ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ ἀριστεροῦ χοροῦ ἀναφέρει τὸ ἔτος 7171-1663 ἐνῶ μιὰ ἐπιγραφὴ πίσω ἀπὸ μιὰ εἰκόνα τοῦ τέμπλου γράφει: «Ἱστορήθη τὸ τέμπλο τὸ ἔτος 1661».
Ὁ ναὸς εἶναι μικρός, ἀληθινὸ κομψοτέχνημα. Εἶναι καμαροσκέπαστος καὶ χωρὶς τροῦλο, ἀντὶ τοῦ ὁποίου πάνω ἀπὸ τὸ σολέα εἶναι κυκλικὸ ἠμισφαίριο, ὅπου εἰκονίζεται ὁ Παντοκράτορας. Ὁ νάρθηκας προστέθηκε ἀργότερα (1784). Στὴν αἴθουσα τῆς τράπεζας, ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τὸ νάρθηκα, δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ εἶναι δυὸ μικρὰ θολωτὰ ἁγιογραφημένα παρεκκλήσια. Τὸ ἕνα δεξιὰ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων καὶ τὸ ἄλλο τῶν Ἁγίων Ταξιαρχῶν, μὲ τροῦλο ἠμισφαιρικὸ καὶ τὰ δυό.
Ὁλόκληρος ὁ ναὸς εἶναι παντοῦ ἁγιογραφημένος μὲ βυζαντινὲς ἁγιογραφίες σπάνιας τέχνης ποὺ διατηρούνται μάλιστα σὲ ἄριστη κατάσταση.